ἐφυβρίζω

From LSJ
Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφυβρίζω Medium diacritics: ἐφυβρίζω Low diacritics: εφυβρίζω Capitals: ΕΦΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: ephybrízō Transliteration B: ephybrizō Transliteration C: efyvrizo Beta Code: e)fubri/zw

English (LSJ)

   A insult over one, ἐφυβρίζων ἕλετο Il.9.368: c. dat., S. Aj.1385: c.acc., τὴν ἀμαθίαν ὑμῶν Plu.2.579c, cf. APl.1.4 (also Med., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς E.Ph.1663): with neut. Adj., πολλὰ ἐ. τινά Id.Heracl.947; τὰ δεινὰ πόλει Id.Ph. 179; εἰς ἀδελφὸν οἷ' ἐφύβρισας Id.Andr.624; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ . . they gave vent to insulting language, asking especially whether... Th.6.63.    II exult maliciously, S.Aj.955 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1123] sich übermüthig gegen Jem. betragen, ihn schmähen u. beschimpfen; absol., Il. 9, 368 u. Sp.; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ ἥκοιεν, sie höhnten auf andere Weise u. durch die Frage, ob, Thuc. 6, 63; θανόντι Soph. Ai. 1364; ὃς τὰ δεινὰ τῇδ' ἐφυβρίζει πόλει Eur. Phoen. 180; Plut.; – εἴς τινα, Eur. Andr. 625; – τινά, Eur. Heracl. 948; Plut. z. B. τὴν ἀμαθίαν, verhöhnen, de gen. Socr. 7; κελαινώπαν θυμὸν ἐφυβρίζει ἀνήρ, er zeigt höhnend sein schwarzes Herz, Soph. Ai. 934. – Pass., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς Eur. Phoen. 1663.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφυβρίζω: ὑβρίζω, φέρομαι ὑβριστικῶς πρός τινα, γέρας δέ μοι, ὅσπερ ἔδωκεν, αὖθις ἐφυβρίζων ἕλετο κρείων Ἀγαμέμνων Ἰλ. Ι. 368· μετὰ δοτ., Σοφ. Αἴ. 1385· μετ’ αἰτ., Ἀνθ. Πλαν. 4. οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ μή ᾿φυβρίζεσθαι νεκροὺς Εὐρ. Φοίν. 1663· συχνάκις προστίθεται οὐδ. ἐπίθετον, πολλὰ ἐφυβρίζειν τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 947· τὰ δεινά τινι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 180· εἰς ἀδελφὸν οἷ’ ἐφύβρισας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 624· ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ..., μετεχειρίζοντο ὑβριστικὴν γλῶσσαν ἐρωτῶντες πρὸ πάντων ἂν…, Θουκ. 6. 63. ΙΙ. ὡς τὸ ἐπιχαιρεκακέω, χαίρω ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασιν ἄλλου, Σοφ. Αἴ. 954, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.

French (Bailly abrégé)

1 insulter, outrager : τινι qqn ; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ THC entre autres paroles injurieuses, ils se demandaient si…;
2 triompher avec insolence de, acc..
Étymologie: ἐπί, ὑβρίζω.

English (Autenrieth)

only part., insultingly, Il. 9.368†.