ποίκιλμα
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ατος, τό,
A broidered stuff, brocade, A.Ch.1013; ὑφάσμασι καὶ π. Arist. Mete.375a23. 2 embroidery, ὃς [πέπλος] κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν Il.6.294; ποικίλμασι κεκόσμηται [ἡ οἰκία] with various ornaments, X. Oec.9.2; ὁ πέπλος μεστὸς τῶν . . π. Pl.Euthphr.6c; τὰ π. καὶ τὰ ζωγραφήματα καὶ τὰ πλάσματα Id.Hp.Ma.298a; of the stars in heaven, Id.R.529c; οὐρανοῦ δέμας Χρόνου καλὸν π. CritiasFr.25.34D. II generally, variety, diversity, Pl.Lg.747a, Ti.67a; τῶν ῥυθμῶν . . παντοδαπὰ π. προσαρμόττοντας τοῖσι φθόγγοις τῆς λύρας Id.Lg.812e; τὰ ἐν διαίτῃ π. Epicur.Sent.Vat.69; τὸ παντοδαπὸν π. τῶν φαινομένων Phld.Sign.33.
German (Pape)
[Seite 649] τό, alles Buntgemachte, in Malerei, Stickerei oder Weberei, und diese Verzierungen selbst, bes. bunte, künstliche Weberei oder Stickerei, Il. 6, 289 Od. 15, 107. πολλὰς βαφὰς φθείρουσα τοῦ ποικίλματος, Aesch. Ch. 1008, Plat. Hipp. mai. 298 a verbindet ποικίλματα καὶ ζωγραφήματα καὶ πλάσματα; ὁ πέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων, Euthyphr. 6 c; auch τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ποικίλματα, von den Sternbildern, Rep. VII, 529 c; übh. Mannichfaltigkeit, Verschiedenheit, Tim. 67 a u. Sp. wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ποίκιλμα: τό, ὕφασμα κεντημένον, κέντημα, Αἰσχύλ. Χο. 1013˙ ὑφάσμασι καὶ π. Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 29. 2) ἔργον ποικίλον, κέντημα, ὃς [[[πέπλος]]] κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν Ἰλ. Ζ. 294, Ὀδ. Ο. 107˙ βαφὰς φθείρουσα τοῦ π. Αἰσχύλ. Χο. 1013˙ ποικίλμασι κεκόσμηται [ἡ οἰκία], διὰ πολλῶν κοσμημάτων, Ξεν. Οἰκ. 3. 2˙ ὁ πέπλος μεστὸς τῶν… π. Πλάτ. Εὐθύφρων 6C˙ τὰ π. καὶ τὰ ζωγραφήματα καὶ τὰ πλάσματα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζονι 298 Α˙ ἐπὶ τῶν ἄστρων ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529C. ΙΙ. καθόλου, ποικιλία, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 747Α, Τίμ. 67 Α˙ τῶν ῥυθμῶν… παντοδαπὰ ποικίλματα προσαρμόττοντας τοῖσι φθόγγοις τῆς λύρας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 812Ε.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 broderie;
2 τὰ ποικίλματα les ornements variés.
Étymologie: ποικίλλω.
English (Autenrieth)
ατος (ποικίλλω): any variegated work, broidery, Il. 6.294 and Od. 15.107. (The cut represents a woman embroidering.)