Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πίων

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίων Medium diacritics: πίων Low diacritics: πίων Capitals: ΠΙΩΝ
Transliteration A: píōn Transliteration B: piōn Transliteration C: pion Beta Code: pi/wn

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, ἡ, neut. πῖον, gen. πίονος (irreg. fem. πίειρα, q.v.),

   A fat, in Hom. of beasts, πίονος αἰγός Il.9.207; ὗν . . μάλα πίονα Od.14.419; π. μῆλα Il.12.319, etc.; μῆλα πίονα δημῷ Od.9.464; βοῦν πίονα δημῷ Il.23.750, cf. 2.403; πίονα μηρία καῖε βοός 11.773; νῶτα βοὸς π. Od.4.65; π. δημός rich fat, Il.22.501; ἔγκατα πίονι (fort. πίονα) δημῷ Hes. Th.538; of oil, Hdt.2.94; λύχνου π. ἔαρ Call.Fr.201; ὀπώρας ποτός S.Tr.703; πλακοῦς Ar.Eq.1190; νεφροί Arist.PA672a35; πίονα μαζὸν αἰγός Call.Jov.48; π. καὶ μαλακῷ . . διανήματι Pl.Plt.309b.    2 of men, Ar.Ra.1092 (anap.), Pl.560 (anap.), Pl.R.422b.    II metaph., of soil, rich, ἀγρός, δῆμος, etc., Il.23.832, 16.437, etc.; πίονα ἔργα rich crops, 12.283; τέμενος Pi.P.4.56.    2 of persons and places, wealthy, abounding, οἶκος, νηός, Od.9.35, Il.2.549; ἄδυτον 5.512; πίονας πλούτου πνοάς A.Ag.820; πίονι μέτρῳ in plenteous measure, Theoc.7.33, etc.; abundant, κλαυθμὸς π. LXX Ge.46.29 ; ἐν καταφορᾷ πίονι in a state of deep lethargy, Herod.Med. in Rh.Mus.58.79 (sed πλείονι ib.72) ; τὸ πῖον, v. λιπαρός 1.2.    3 fattening, fertilizing, Ζέφυρος B.Fr.34 (Sup.).    III Comp. πῑότερος, as if from πῖος (q. v.), h.Ap.48, Arist.HA596a18, Thphr.CP2.4.5 : Sup., πιότατον πεδίον Il. 9.577, cf. Hes.Op.585, Hp.Carn.4, Arist.HA600a31. Adv., πιοτέρως διαιτᾶν Hp.Aph.1.10. (Cf. Skt. p[imacracute]van-, fem. p[imacracute]varī 'fat', 'rich'.)

German (Pape)

[Seite 623] πῖον, fett, feist, wohlgenährt, wohlbeleibt; bes. von Thieren; Hom. νῶτον πίονος αἰγός, Il. 9, 207; δημός, 22, 501 Od. 14, 428; auch μῆλα πίονα δημῷ, 9, 464, wie βοῦν μέγαν καὶ πίονα δημῷ, Il. 23, 750; ἔγκατα πίονα δημῷ, Hes. Th. 538; – vom Boden, fett, fruchtbar, ergiebig; ἀγρός, Il. 23, 832; πίονα ἔργα, 12, 283 u. öfter; πεδίον, 9, 577; u. öfter ἐν πίονι δήμῳ, z. B. 16, 437; – auch reich, begütert, wohlversehen, οἶκος, Od. 9, 35, νηός, Il. 2, 549; ἄδυτον, Her. u. Folgde; σποδὸς προπέμπει πίονας πλούτου πνοάς, Aesch. Ag. 794; ποτός, Soph. Trach. 700, vielleicht von reinem Weine; Ar., u. in Prosa, bes. von Arist. an; Plat. vrbdt πλουσίοιν καὶ πιόνοιν, Rep. IV, 422 c; πίονι μέτρῳ, in reichlichem Maaße, Theocr. 7, 34; a. Sp. – Compar. u. superl. πιότερος, πιότατος, Il. 9, 577 h. Apoll. 48 Hes. O. 587; Ζέφυρος πιότατος, Bacchyl. 20 (VI, 53).

Greek (Liddell-Scott)

πίων: [ῑ], ὁ, ἡ, οὐδ. πῖον γεν. πίονος (ἀνώμαλ. θηλ. πίειρα, ὃ ἴδε)· ― παχύς, λιπαρός, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ζῴων, πίονος αἰγὸς Ἰλ. Ι. 207· ὗν... μάλα πίονα Ὀδ. Ξ. 419· π. μῆλα Ἰλ. Μ. 319, κτλ.· μῆλα πίονα δημῷ Ὀδ. Ι. 464· βοῦν πίονα δημῷ Ἰλ. Ψ. 750, πρβλ. Β. 403· πίονα μηρί’ ἔκηε βοὸς Λ. 773· π. νῶτα βοὸς Ὀδ. Δ. 65· π. δημός, παχὺ λίπος, Ἰλ. Χ. 501, Ἡσ. Θεογ. 538· ἐπὶ ἐλαίου, Ἡρόδ. 2. 94· οὕτω, π. οἱ νεφροὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 14· πίονα μαζὸν αἰγὸς Καλλ. εἰς Δία 48. 2) ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1092, Πλ. 560, Πλάτ. Πολ. 422Β. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ἐδάφους, παχύς, ἀγρός, κτλ., Ἰλ. Ψ. 832· πλούσιος, Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ Π. 437, κτλ.· ὡσαύτως, πίονα ἔργα, pingues segetes, Μ. 283. τέμενος Πινδ. Π. 4. 99· γλαυκῆς ὀπώρας πίονος ποτοῦ, ἐπὶ τοῦ οἴνου, Σοφ. Τρ. 703· πλακοῦς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1190· π. ἔαρ λύχνου, ἐπὶ ἐλαίου, Καλλ. Ἀποσπ. 201. 2) ὡς τὸ παχύς, ἐπὶ προσώπων καὶ τόπων, πλούσιος, ἔχων ἀφθονίαν κτημάτων ἢ πραγμάτων πολυτίμων, οἶκος, νηὸς Ὀδ. Ι. 35, Ἰλ. Β. 549· ἄδυτον Ε. 512· πίονας πλούτου πνοὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 820· πίονι μέτρῳ, «μέτρῳ κατὰ πολὺ πλουσίῳ» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 33, κτλ.· τὸ πῖον, ἴδε ἐν λ. λιπαρὸς Ι. 2. 3) ἐπὶ ἀνέμου, τῷ πάντων ἀνέμων πιοτάτῳ ζεφύρῳ Βακχυλ. Ἐπιγράμματα 2. 2, Blass. ΙΙΙ. Τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. εἶναι πῑότερος, πῑότατος, ὡς εἰ ἐκ θετ. πῑος (ἴδε τὴν λ.), Ἰλ. Ι. 577, Ὕμν εἰς Ἀπόλλ. 48, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 583, Βακχυλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 2., 8. 17, 1, κτλ. ― Ἐπίρρ. πιοτέρως διαιτᾶν Ἱππ. Ἀφ. 1243. (Πρβλ. πῖαρ, πιαρός, πιαίνω, πιμελή· Σανσκρ. pî-nas, pî-van, pî-v-aras (pin-guis), pî-v-as (pinguedo)· Λατ. o-pi-mus, καὶ ἴσως pi-nguis (ἐκτὸς ἂν τοῦτο εἶναι ἔρρινος τύπος τοῦ pi(n)guis = παχύς).

French (Bailly abrégé)

πίων, πῖον ; gén. πίονος;
gras ; τὸ πῖον toute substance grasse ou huileuse, suc épais ; fig.
1 fertile, fécond;
2 abondant, riche, opulent;
Cp. πιότερος, Sp. πιότατος.
Étymologie: p. *πίϜων, cf. πῖαρ, πιαίνω, skr. pîvan « gras », pivas « graisse » ; cf. fém. πίειρα.

English (Autenrieth)

ονος, fem. πίειρα, sup. πῖότατος: fat, fertile, rich, Il. 9.577, Il. 5.512.