οὐτιδανός

From LSJ
Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐτῐδᾰνός Medium diacritics: οὐτιδανός Low diacritics: ουτιδανός Capitals: ΟΥΤΙΔΑΝΟΣ
Transliteration A: outidanós Transliteration B: outidanos Transliteration C: outidanos Beta Code: ou)tidano/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of no account, worthless, esp. with regard to strength or courage, in Hom. always of persons, δειλὸς καὶ οὐ. Il.1.293; βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος, οὐτιδανοῖο 11.390; ἄφρων . . καὶ οὐ. Od. 8.209; ὀλίγος τε καὶ οὐ. καὶ ἄκικυς 9.515; οὐτιδανὸς βίην Opp.H.2.144.    II Act., reckless, γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, of a surging crowd, A.Th.361 (lyr.). (Prob. suffix -ανός, and Οὔτιδ, earlier form of οὔτι 'nothing', cf. Lat. quid, Skt. cid.)

German (Pape)

[Seite 421] att. auch 2 Endgn, nichtswürdig, nichtsnutzig; mit δειλός verbunden, von Menschen, die ihrer Schwäche wegen nicht zu achten sind, Il. 1, 293; neben ἄναλκις, 11, 390; καὶ ἄφρων, Od. 8, 209, vgl. 9, 460. 515; γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, Aesch. Spt. 343; einzeln bei sp. D., auch von Sachen, geringfügig, schlecht, wie Nic. Th. 385. – Dies Suffixum δανός s. auch in ἠπεδανός.

Greek (Liddell-Scott)

οὐτῐδᾰνός: -ή, -όν, (οὔτις) μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, πρόστυχος, μάλιστα εἰς πόλεμον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, οὐτ. καὶ δειλὸς Ἰλ. Α. 293· βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος, οὐτιδανοῖο Λ. 390· ἄφρων.. καὶ οὐτ. Ὀδ. Θ. 209· ὀλίγος τε καὶ οὐτ. καὶ ἄκικυς Ι. 515· οὐτιδανὸς βίην Ὀππ. Ἁλ. 2. 144. ΙΙ. ἐνεργ., γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, τὰ προϊόντα τῆς γῆς παρασύρονται φύρδην μίγδην ὑπὸ τῶν περιφρονούντων τὰ πάντα κυμάτων, δηλ. τῶν πολεμίων, «τροπικῶς δὲ ῥόθια εἶπε τὰ συνεχῆ κινήματα τῶν πολεμίων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 361. (-δανος εἶναι προσχηματισμὸς ὡς ἐν τῷ ἠπεδανός, κτλ.). - Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 49. οὔτι πη, Δωρ. οὔτι πα, κατ’ οὐδένα τρόπον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 105, Θεόκρ. 1. 63· - οὐδέ τί πα ἢ οὐδ’ ἔτι πα αὐτόθι 59.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de nul prix, càd :
1 lâche, faible;
2 nul, impuissant, sans force.
Étymologie: οὔτις, -δανος.

English (Autenrieth)

good-for-nothing, worthless, only of persons.