τεῦχος

From LSJ
Revision as of 15:33, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεῦχος Medium diacritics: τεῦχος Low diacritics: τεύχος Capitals: ΤΕΥΧΟΣ
Transliteration A: teûchos Transliteration B: teuchos Transliteration C: teychos Beta Code: teu=xos

English (LSJ)

εος, τό, (τεύχω) prop.

   A tool, implement:—but mostly in pl. τεύχεα,    I implements of war, armour, arms, freq. in Ep.; more precisely, ἀρήϊα τεύχεα, πολεμήϊα τ., Il.14.381, 7.193; χρύσεια, χαλκήρεα, 10.439, 15.544; ποικίλα, αἰόλα παμφανόωντα, μαρμαίροντα, 3.327, 5.295, 18.617; always of a warrior's whole armour, harness, ἀρήϊα τεύχεα δύω 6.340, cf. 7.193, al.; ἐς τεύχε' ἔδυνον Od.24.498; κατὰ τεύχε' ἔδυν Il.4.222, cf. 6.504, al.; Πάτροκλον περὶ τεύχεα ἕσσε 18.451; ἀπέδυσε, ἐξεδύοντο, 4.532, 3.114, cf. 13.182, al.; also χαλκήρεα τεύχε' ἀπ' ὤμων συλήσειν 15.544; Ἕκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ 17.210: Trag. τεύχη A.Myrm. in PSI11.1211.17, S.Aj.572,577, E.Andr.617, etc.; uncontr. τεύχεα S.Ph.398 (lyr.).    2 pl. also, the gear of a ship, oars and the like, ἐγκοσμεῖτε τὰ τ. νηΐ μελαίνῃ Od.15.218; τ. δέ σφ' ἀπένεικαν 16.326.    II in Trag. (rarely in Prose, v. infr.) a vessel of any kind, e.g. bathing-tub, A.Ag.1128 (lyr., Blomf. κύτει, metri gr.); cinerary urn, τεύχη καὶ σποδός ib.435 (lyr.), cf. S.El.1114,1120, Riv.Fil.57.379 (Crete); balloting-urn, A. Ag.815, Eu.742; vase for libations, Id.Ch.99, E.IT168 (lyr.); vase or ewer for water, Id.Hec.609, Andr.167, Diocl.Fr.129; cup, E.Ion 1184; amphora, A.Fr.108; scent-pot, ib.180.5 (pl.); matula, S.Fr. 565; pot or jar, X.An.5.4.28; ξύλινα τ. chests, ib.7.5.14; ἀλφίτων τ. a meal-barrel, Id.HG1.7.11; bee-hive, Arist.HA625a26; capsule of a poppy, Nic.Fr.74.52.    III Medic., of the vessels of the body, Hp.Loc.Hom.1,24; also, the human frame, body, as holding the intestines, Id.Epid.6.2.1, Arist.Phgn.810b19; τεῦχος νεοσσῶν λευκόν an egg, E.Hel.258.    IV case for holding papyrus rolls, ά τεύχους, ά τόμου, κολλήματος ρδ' PRyl.220.78 (ii A.D.); roll of writing-material, πεποίηται διπλῆν τὴν . . ἀναγραφὴν ἐν βυβλίνοις καὶ δερματίνοις τεύχεσιν Inscr.Prien.114.30, cf. 11 (i B.C); κελεύσας εἰς τάξιν ἀποδοῦναι τὰ τ. Aristeas 179; καθὼς ἀνεγνώσθη τὰ τ. Id.310, cf. Sm.Is.8.1 (where LXX has τόμος) ; βίβλων . . ἐν τεύχεϊ τῷδε πεντάς AP9.239 (Crin.); τ. βιβλειδίων BGU970.4 (ii A.D.); τ. συγκολλησίμων βιβλειδίων POxy.2131.4 (iii A.D.); τ. = volumen, Gloss.: hence πεντάτευχος, ὀκτάτευχος.    V masonry, fabric, ἀνεκτίσθη τὸ τ. τοῦτο Sammelb.7439.7 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1101] εος, τό, eigtl. wie ὅπλον und ἔντεα übh. Zeug, Geräth, Geschirr; bes. – a) Kriegszeug, Rüstung, Waffen; Hom. u. Hes., immer im plur.; Ἀρήϊα τεύχεα δύω, Il. 6, 193; χαλκήρεα τεύχε' ἀπ ' ὤμων συλήσειν, 15, 544, u. öfter; Ἕκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ, 17, 210; oft ἀράβησε δὲ τεύχε' ἐπ' αὐτῷ u. in ähnlichen Vrbdgn, immer von der ganzen Bewaffnung des Kriegers. So auch noch Soph. Phil. 376. 397 Ai. 569. 574; Eur. oft, und einzeln bei sp. D. – b) Schiffszeug, Schiffsgeräth, Segel, Ruder u. Tauwerk; ἐγκοσμεῖτε τὰ τεύχε', ἑταῖροι, νηῒ μελαίνῃ, Od. 15, 218, vgl. 16, 326. – c) später übh. Hausrath, Geschirr, τὸ ἀγγεῖον, ἀττικῶς, Moeris; z. B. Wanne zum Baden, ἔνυδρον, Aesch. Ag. 1099; Urne, 424 (vgl. Plut. Marcell. 301; ἐκβάλλεθ' ὡς τάχιστα τευχέων πάλους, Eum. 712; Soph. κέκευθεν αὐτὸν τεῦχος, El. 1109; einzeln in Prosa: Xen. An. 5, 4, 28. 7, 5, 24 Hell. 1, 17, 11; Arist. H. A. 9, 40; Pol. 10, 44, 11. – d) vom alexandrinischen Zeitalter an auch ein Buch, Crinag. 14 (IX, 239).

Greek (Liddell-Scott)

τεῦχος: -εος, τό, (τεύχω) κυρίως ὡς τὸ ὅπλον, ἐργαλεῖον, ὄργανον· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. τεύχεα, 1) ὡς τὸ ἔντεα, ὄργανα πολεμικά, ὅπλα, Ὅμ., Ἡσ., καὶ μεταγεν. Ἐπικ.· πληρέστερον, ἀρήια τεύχεα, πολεμήια τ. Ἰλ. Ζ. 340., Η. 193· χρύσεια, χαλκήρεα Κ. 439., Ο. 544· ποικίλα, αἰόλα, παμφανόωντα, μαρμαίροντα Γ. 327., Ε. 295., Σ. 617, κλπ.· ἀείποτε ἐπὶ τοῦ ὅλου ὁπλισμοῦ τοῦ πολεμιστοῦ, πανοπλία, τεύχεα δύειν ἢ δύνειν Ζ. 340, κ. ἀλλ.· ἐσδύνειν Ὀδ. Ω. 498· καταδῦναι Ἰλ. Δ. 222, κ. ἀλλ.· μετὰ διπλ. αἰτ., τεύχεα περιέσσαι τινὰ Σ. 451· ἀποδύειν, ἐκδύεσθαι Δ. 532., Γ. 114, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, χαλκήρεα τεύχε’ ἀπ’ ὤμων συλήσειν Ο. 544· Ἕκτορι δ’ ἥρμοσε τεύχε’ ἐπὶ χροῒ Ρ. 210, πρβλ. ἀραβέω, *βράχω, ἐξεναρίζω· - οὕτω τεύχη παρὰ Τραγ., ὡς Σοφ. Αἴ. 571, 577, κλπ.· ἀσυναίρ. τεύχεα ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 398 (Λυρ.). 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐξάρεια ὄργανα καὶ σκεύη τοῦ πλοίου, κῶπαι καὶ τὰ ὅμοια, ἐγκοσμεῖτε τὰ τ. νηῒ μελαίνῃ Ὀδ. Ο. 218· τ. δὲ σφ’ ἀπένεικαν Π. 326. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἀλλὰ σπάνιον παρὰ πεζογράφοις) καθ’ ἑνικόν, ἀγγεῖον παντὸς εἴδους, λουτήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1128 (ὁ Blomf. κύτει, χάριν τοῦ μέτρου)· τεφροδόχος ὑδρία, αὐτόθι 435, Σοφ. Ἠλ. 1114, 1120· κάλπη ψηφοφορίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 815, Εὐμ. 742· ἀγγεῖον σπονδῶν, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 69, Εὐρ. Ι. Τ. 168· ἀγγεῖον, ὑδρία, στάμνος πρὸς μετακόμισιν ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 609, Ἀνδρ. 167· ποτήριον, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1184· ἀμφορεύς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 107· ἀγγεῖον δι’ ἀρώματα, αὐτόθι 179· ἀμίς, οὐροδοχεῖον, περὶ δ’ ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος οὐ μύρου πνέον Σοφ. Ἀποσπ. 147· ἴδε οὐράνη· μικρὸν πλατύσταμνον ἀγγεῖον, «βάζον», Ξενοφ. Ἀνάβ. 5. 4, 28· ξύλινα τ., κιβώτια, αὐτόθι 7. 5, 14· ἀλφίτων τ., κάδος δι’ ἄλευρα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 7, 11· κυψέλη μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 26. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατροῖς, τὰ ἀγγεῖα τοῦ σώματος· ὡσαύτως, τὸ ἀνθρώπινον σῶμα ὡς περιέχον τὰ ἐντόσθια, πρβλ. Foës Oecon. Hipp., Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 10· τεῦχος νεοσσῶν λευκόν, ᾠόν, Εὐρ. Ἑλ. 258. IV. μετὰ τοὺς Ἀλεξανδρίνους χρόνους καὶ ἐπὶ βιβλίου, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ., Ἀνθολ. Π. 9. 239, πρβλ. Ἰακώψ. σελ. 13· ὅθεν πεντάτευχος, ὀκτάτευχος, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
ustensile, instrument, d’où :
I. au plur. τὰ τεύχη armes (offensives ou défensives), armure;
II. au plur. τὰ τεύχη agrès de navire (voiles, cordages, rames);
III. après Hom. et au sg. et au pl. vase, particul. :
1 vase, pot;
2 vase pour les libations;
3 urne pour les tirages au sort;
4 urne funéraire;
5 baignoire;
6 tonneau de bois;
7 huche pour la farine.
Étymologie: τεύχω.

English (Autenrieth)

εος: implement of any kind, regularly pl., arms, armor, also tackling of a ship, Od. 15.218.