ὁπόταν
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
i. e. ὁπότ' ἄν, as it is freq. written in codd. (the distn. did not exist for the Greeks) : Adv., related to ὅταν as ὁπότε to ὅτε (v. ὁπότε),
A whensoever, used only with subj., Il.15.209, etc. (Hom. uses ὁππότε κεν in the same way, Il.4.40, 229, al.): rarely after past tenses, πολλὰς . . ησθου πλαγάς, ὁπόταν . . νὺξ ὑπολείφθῃ (for ὁπότε νὺξ ὑπολειφθείη) S.El.91 (anap.): never with ind. in early writers, for φθέγξομαι (Il.21.340), ἱμείρεται (Od.1.41) are Ep. aor. subj. forms, and in Od. 16.282 θῇσιν is the right reading : never with opt. save in late writers (unless the Mss. can be trusted in Pl.Alc.2.146a), for in Il.7.415 ὁππότ' ἄρ' is the reading of the best codd. ; in X.Cyr.1.3.11 ὁπότε ἥκοι is the right reading. II as soon as, ὁπότ' ἂν τὸ πρῶτον ἴδῃ φάος h.Ap.71.
German (Pape)
[Seite 362] ep. ὁππόταν, statt ὁππότ' ἄν, wie es auch seit Wolf im Hom. immer geschrieben wird, eigtl. in dem Falle, daß etwa, falls, dann wann, c. conj., auf die Gegenwart od. Zukunft gehend, eine zeitliche Bedingung aussprechend; Pind. P. 1, 4. 8, 8; ὁπόταν δὲ μόλῃ, Soph. Phil. 146; El. 91; ὁπόταν ἄλλ' αὐτῷ βελτίω δόξῃ, Plat. Polit. 300 c; indirect auch in Beziehung auf die Vergangenheit, mit dem den Griechen geläufigen Uebergange in die lebhaftere directe Darstellung, εἱστήκει παρὰ τὰς πύλας, ὡς, ὁπόταν ἔξω γένωνται πάντες, ἀποκλείσων τὰς πύλας, Xen. An. 7, 1, 12. – Steht im Hauptsatze der opt. pot., so folgt in einzelnen, aber nicht ganz sicheren Beispielen der opt., ὁπόταν ἥκοι, λέγοιμ' ἄν, Xen. Cyr. 1, 3, 11, vgl. 8, 1, 44 u. s. ὅταν. – Der indic. erst bei Sp., wie D. C.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπότᾰν: δηλ. ὁπότ’ ἄν, ὡς παρ’ Ὁμ.· οὕτω τινὲς τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι παρ’ Ἀττ. ὅταν ἡ ἔμφασις πίπτῃ εἰς τὸ ἂν (ὁπότ’ ἂν βούληται καὶ ὃν ἂν δύνηται τρόπον Δημ. 569. 20)· - Ἐπίρρ., ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ ὅταν, οἵαν τὸ ὁπότε πρὸς τὸ ὅτε (ἴδε ἐν λ. ὁπότε), ἐν χρήσει μόνον μεθ’ ὑποτακτ., Ὁμ. (ὅστις μεταχειρίζεται ἀκριβῶς κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον τὸ ὁπότε κεν Ἰλ. Δ. 49, 229, κτλ.), κτλ· σπανίως παρῳχημένου χρόνου ἡγουμένου πολλὰς ... ᾔσθου πλαγάς, ὁπόταν ... νὺξ ὑπολειφθῇ (ἀντὶ ὁπόταν νὺξ ὑπολειφθείη) Σοφ. Ἠλ. 91· - οὐδέποτε μεθ’ ὁριστικῆς παρὰ τοῖς δοκίμοις, ἐπειδὴ τὸ φθέγξομαι (Ἰλ. Φ. 340) καὶ ἱμείρεται (Ὀδ. Α. 41) εἶναι Ἐπικ. συνεσταλμένοι τύποι ἀντὶ φθέγξωμαι, ἱμείρηται· καὶ τὸ τῆς Ὀδ. Π. 282 καθίσταται ὕποπτον ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ Τ. 4-13· - οὐδέποτε μετ’ εὐκτικῆς εἰμὴ παρὰ μεταγενεστ., διότι ἐν Ἰλ. Η. 415, ὁππότ’ ἄρ’ εἶναι ἡ γραφὴ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων· ἐν δὲ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 11 ἥκῃ εἶναι ὡς διαφ. γραφή· οὐδὲν δὲ κῦρος δύναται νὰ ἔχῃ τὸ χωρίον Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146Α.
ΙΙ. ἰδιαιτέρα χρῆσις: ὁπότ’ ἂν τὸ πρῶτον, Λατ. quum primum, ὅταν κατὰ πρῶτον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 71.
French (Bailly abrégé)
conj.
quand par hasard ; en gén. quand, lorsque.
Étymologie: ὁπότε, ἄν.
English (Slater)
ὁπότᾰν (= ὁπότε ἄν.)
1whenever
a c. pres. subj., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν, ἁγησιχόρων ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα (P. 1.4) ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, παρὰ τυραννίδι χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι (P. 2.87) ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 17.
b c. aor. subj. τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ, τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (P. 8.8) ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ, πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν fr. 225.