πέντε

From LSJ
Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέντε Medium diacritics: πέντε Low diacritics: πέντε Capitals: ΠΕΝΤΕ
Transliteration A: pénte Transliteration B: pente Transliteration C: pente Beta Code: pe/nte

English (LSJ)

Aeol. πέμπε (q.v.), οἱ, αἱ, τά, indecl. (declined in Aeol.),

   A five, Il.10.317, etc. ; τὰ πέντε κρατήσας having won the πένταθλον, Simon.155.11. (I.-E. penq[uglide]e, cf. Skt. páñca, Lith. penki, etc. 'five'.)

German (Pape)

[Seite 557] οἱ, αἱ, τά, indecl., fünf, Hom. u. Folgde überall; äol. πέμπε. – In den Zusammensetzungen erkl. die Alten die Formen mit πεντε- für besser attisch als die mit πεντα-, vgl. Lob. Phryn. 413.

Greek (Liddell-Scott)

πέντε: Αἰολ. πέμπε, οἱ, αἱ, τά, ἄκλ. ἀριθμ., Ὅμ. κλ.· τὰ πέντε κρατεῖν, δηλ. τὸ πένταθλον, Σιμωνίδ. 158. Ἐν συνθέσει ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος εἶναι πέντε-, ὅπερ ὅμως σχεδὸν πανταχοῦ μετεβλήθη ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὸ μεταγεν. πεντα-, Piers. εἰς Μοῖριν 321, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 413, Ἕρμανν. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 755 (759). (Ὁ ἐξ ἀρχῆς Ἑλλην. τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ Αἰολ. πέμπε, ὅθεν πέμπτος, πεμπάς, πεμπάζω· πρβλ. Σανσκρ. καὶ Ζενδ. pank-an· Λατ. quinqu-e, quin(c)-tus, (πρβλ. ἵππος eq-uus, ἕπομαι seq-uor)· Λιθ. penk-i, penk-tas (quint-us)· Γοτθ. καὶ Ἀρχ. Γερμ. fimf· Ἀγγλο-Σαξον. fif, κτλ.)

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
cinq.
Étymologie: cf. lat. quinque, cf. πέπτω

English (Autenrieth)

five.

English (Slater)

πέντε
   1five ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν (P. 4.130) πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι (P. 7.13)