ῥόμβος

From LSJ
Revision as of 12:22, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόμβος Medium diacritics: ῥόμβος Low diacritics: ρόμβος Capitals: ΡΟΜΒΟΣ
Transliteration A: rhómbos Transliteration B: rhombos Transliteration C: romvos Beta Code: r(o/mbos

English (LSJ)

or ῥύμβος, ὁ, (ῥέμβω)

   A bull-roarer, instrument whirled round on the end of a string, used in the mysteries, ῥόμβου θ' εἱλισσομένα κύκλιος ἔνοσις αἰθερία E.Hel.1362, cf. Archyt.1, Theoc.2.30; as a boy's toy, AP6.309 (Leon.), Orph.Fr.31.29, Fr.34, M.Ant.5.36; defined as ξυλήφιον, οὗ ἐξῆπται τὸ σπαρτίον, καὶ ἐν ταῖς τελεταῖς ἐδονεῖτο, ἵνα ῥοιζῇ, Sch.Clem.Al.Protr.2.17.2, cf. Hsch.    2 magic wheel, spun alternately in each direction by the torsion of two cords passed through two holes in it, used as a love-charm, Luc.DMeretr. 4.5; called ἴυγξ in Theoc.2.17, AP5.204; Lat. rhombus, Prop.2.28.35, Ov.Am.1.8.7.    b τροχίσκος ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτως κτύπον ἀποτελοῦσι Sch.A.R.1.1134; ὦ ῥύμβε μαστίξας ἐμέ (dub. sens.) Eup.72.    3 tambourine or kettle-drum, used in the worship of Rhea and of Dionysus, Ar.Fr.303, Diog.Ath.1.3, A.R. 1.1139, AP6.165 (Phal.); ῥύμβος ξύλινος ἐπίχρυσος IG22.1456.49, cf. 1517.207.    4 membrum virile, PLond.1821.164.    II whirling motion, as of a bull-roarer, ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον shooting forth whirling darts, Pi.O.13.94; αἰετοῦ ῥ. the eagle's swoop, Id.I.4(3).47(65); ῥ. τυπάνων Id.Dith.Oxy.1604 Fr.1 ii 9; ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Critias 19.2D.; ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων, of the Sun, Orph.H. 8.7: metaph., Νέμεσις καὶ ῥ. ἀλάστωρ IG14.1389ii34 (perh. an Adj., = ῥεμβός).—The Gramm. hold ῥύμβος to be Att., ῥόμβος Hellenic, Sch.Theoc.2.30, Ath.7.330b.    B rhombus, lozenge, i.e. a four-sided figure with all the sides, but only the opposite angles, equal, Arist.Mech.854b16, Euc.1 Def. 22.    b ῥ. στερεός, a figure composed of two cones on opposite sides of the same base, Archim.Sph.Cyl.1.26, al.    2 a species of fish, of which turbot and brill are varieties, so called from its rhomblike shape, Nausicr.2.13; Ῥωμαῖοι καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥ. Ath.7.330b, cf. ψῆττα.    3 surgical bandage, so called from its shape, Hp. Off.7, Heliod. ap. Orib.48.20.14.    4 pattern of the same shape, in weaving cloth, Democr.Eph.1; διαπλοκὴ ῥόμβων Aristeas 74.

German (Pape)

[Seite 848] ὁ, att. ῥύμβος, 1) jeder kreisförmige Körper; dah. – a) der Kreisel, ein Spielzeug der Knaben, τροχίσκος, ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτω κτύπον ἀποτελοῦσιν, Schol. Ap. Rh. 1, 1139. – b) der Zauberkreisel, das Rad, das Zauberer u. Zaubrerinnen bei magischen Gebräuchen, Weihungen, Beschwörungen umzudrehen pflegten; Theocr. 2, 30; Luc. D. Mer. 4, 5. – Aber ῥόμβῳ καὶ τυπάνῳ Ῥείην Φρύγες ἱλάσκονται Ap. Rh. 1, 1139, E. M., ist = ῥόπτρον, Pauke. – c) eine mathematische Figur, die zwei mit der Grundfläche aufeinandergesetzte Kegel bildet, ein Rhombus, M, them.; vgl. Schol. Theocr. 2, 18; u. so auch Ath. XII, 525 zu nehmen: κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντά, wo Schweigh. zu vgl. – Daher d) ein Fischgeschlecht, die Rochen, Butten, Schollen, wegen ihrer Aehnlichkeit mit der Gestalt eines Rhombus, Ath. VII, 330. – 2) schnelle, kreisförmige Bewegung, Umschwung; αἰετοῦ ῥόμβον ἴσχει Pind. I. 3, 65; das Herumbewegen im Kreise, das Schleudern, ἀκόντων Ol. 13, 94; ῥόμβῳ ἑλισσομένα κύκλιος ἔνοσις Eur. Hel. 1378; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόμβος: ἢ ῥύμβος, ὁ· (ῥέμβω) - Λατ. rhombus turbo, «ῥόμβος· τροχίσκος, ὃν στρέφουσι ἱμᾶσι τύπτοντες καὶ οὕτως κτύπον ἀποτελοῦσι» (Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1139)· ῥόμβων θ’ εἰλισσόμενα κύκλιος ἔνοσις αἰθερία Εὐρ. Ἑλ. 1362 (ἔνθα ἴδε Musgi· παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀνθ. Π. 6. 309. 2) μαγικὸς τροχός, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μάγοις καὶ ταῖς φαρμακευτρίαις, ὅπως βοηθῇ ταῖς μαγείαις αὐτῶν, παρὰ Προσπερτ. rhombi, rota, χὼς δινεῖθ’ ὅδε ῥόμβοςχάλκεος ἐξ Ἀφροδίτας, ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ’ ἁμετέρῃσι θύρῃσιν, «καθὰ στρέφεται οὗτοςχάλκεος τροχός, οὕτως ἐκεῖνος στρέφοιτο παρὰ ταῖς ἐμαῖς θύραις» (Σχόλ.) Θεόκρ. 2. 30, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· πρβλ. Ὁρατ. Ἐπῳδ. 17. 7, καὶ ἴδε ἐν λέξ. ἶυγξ. 3) εἶδος τυμπάνου μικροῦ οὗ ἐγίνετο χρῆσις ὁμοία τῇ τοῦ ῥόπτρου II, κατὰ τὴν λατρείαν τῆς Ρέας, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 15, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 288, Διογένης ὁ Τραγικὸς παρ’ Ἀθην. 636Α, Ἀπολλ. Ρόδ. ἐνθ’ ἀνωτ. II. κίνησις περιστροφικὴ οἵα ἡ τοῦ ῥόμβου («σβούρας») ἢ τροχοῦ, ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων, ἐκπέμποντα περιστρεφόμενα βέλη, Πινδ. Ν. 13. 134· ῥ. αἰετοῦ, ἡ κυκλοτερὴς κίνησις αὐτοῦ καὶ ὁρμή, ὁ αὐτ. ἐν I. 4. 81 (3. 65)· ῥ. κυμβάλων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 48· ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 596· - μεταφορ., Νέμεσις καὶ ῥ. ἀλάστωρ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1046. 93. - Κατὰ τοὺς γραμμ. τὸ μὲν ῥύμβος εἶναι Ἀττικ., τὸ δὲ ῥόμβος Ἑλληνικ., «τὸν δὲ ῥόμβον οἱ Ἀττικοὶ ῥύμβον καλοῦσι» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 30. Β. παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς ῥόμβος εἶναι σχῆμα εὐθύγραμμον ἔχον δύο ὀξείας γωνίας καὶ δύο ἀμβλείας καὶ οὗ αἱ πλευραί εἰσι παράλληλοι καὶ τὸ ὅλον τετράγωνον, κοινῶς «μπακλαβωτὸν» οὕτω: ◊ Ἀριστ. Μηχαν. 23, 1, Εὐκλείδ. 1, Ὅροι 32.· ῥ. Στερεός, σχῆμα συνιστάμενον ἐκ δύο κώνων συνημμένας ἐν τῷ αὐτῷ τὰς βάσεις ἐχόντων, Ἀρχιμήδ. 2) εἶδος ἰχθύος, ὁ κατὰ τοὺς Βυζαντίνους σύαξ, κοινῶς «συάκι». - Κατὰ τὸν Ἀθήν. 330Β: «Ρωμαῖοι δὲ καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥόμβον, καὶ ἔστι τὸ ὄνομα Ἑλληνικόν. Ναυσικράτης ἐν Ναυκλήροις κτλ.»· καὶ τὴν παρ’ Ἀριστοτέλει ψῆτταν ὁ Πλίνιος μεθερμήνευσε rhombum, «παραπλήσια γὰρ τὰ ζῷα καὶ δυσδιάκριτα, ῥομβοειδῆ ἀμφότερα ὄντα· ἀλλ’ ἔστιν ἡ μὲν ψῆττα ἢ ψῆσσα τὸ παρ’ ἡμῖν ψησσίον, ὁ δὲ ῥόμβος (Γαλλ. turbot) τὸ συάκιον, ὃ σύαξ ἀρσενικῶς ἐκαλεῖτο ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν συγγραφέων» κτλ. Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 90. 3) χειρουργικός τις ἐπίδεσμος κληθεὶς οὕτως ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742. 4) σχῆμα ῥόμβου ἐνυφασμένον εἰς ὑφάσματα, ἰοβαφῆ καὶ πορφυρᾶ καὶ κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντὰ (δηλ. ἱμάτια) Δημόκρ. παρ’ Ἀθην. 525C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tout objet de forme circulaire ou tournant :
1 rouet de magicien;
2 turbot, poisson.
Étymologie: ῥέμβω.
Par. ἴυγξ.

English (Slater)

ῥόμβος any circling movement ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον (τὴν δίνησιν καὶ τὴν βολὴν τῶν ἀκόντων Σ.) (O. 13.93) ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (τὴν τοῦ αἰετοῦ ὁρμήν Σ.
   1swoop) (I. 4.47) σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων waving Δ. 2. 9.