σέλας

From LSJ
Revision as of 12:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέλας Medium diacritics: σέλας Low diacritics: σέλας Capitals: ΣΕΛΑΣ
Transliteration A: sélas Transliteration B: selas Transliteration C: selas Beta Code: se/las

English (LSJ)

αος, τό: Hom. uses (besides nom.) dat.

   A σέλαϊ Il.17.739, contr. σέλᾳ Od.21.246; gen. σέλαος Plot.6.7.33, σέλατος Conon 49.2: pl. σέλᾱ Arist.Mu.395a31, al., Plu.Caes.63, AP9.289 (Bass.); gen. σελάων Arist.Mu.395b4 codd. (σελῶν ap.Stob.):—light, brightness, flame, πυρός Il.19.366, al.; καιομένοιο πυρός, π. αἰθομένοιο, ib.375, 8.563; ἐν σέλαϊ μεγάλῳ, without any word added, 17.739; δαΐδων σ. Od.18.354, Hes.Sc.275; σ. λάβρον Ἡφαίστου Pi.P. 3.39; ἀπὸ . . λάμπε γυίων σ. ὧτε πυρός B.16.104; Ἥφαιστος . . λαμπρὸν ἐκπέμπων σ., of a beacon fire, A.Ag.281, cf. 289; Ἡφαιστότευκτον, of a volcano, S.Ph.986; καμίνου A.Fr.281; ἐφέστιον σ. S.Tr.607; of the heavenly bodies, σ. γένετ' ἠΰτε μήνης Il.19.374; ἁλίου σ. A.Eu.926 (lyr.), S.El.17, Ar.Av.1711; of daylight, καθαρὸν ἁμέρας σ. Pi.Fr.142.4, cf. S.Aj.856; πρὶν θεοῦ δῦναι σ. E.Supp.469; τὸ σ. καὶ τὸ φῶς ταὐτόν Pl.Cra.409b; lightning, flash of lightning, δαιόμενον σ. Il.8.76, cf. Democr.152; Διὸς σ. S.OC95; σ. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Hdt.3.28; meteor, Arist.Mu.395a31; torchlight, h.Cer.52, A.R.4.808, cf. AP9.46, etc., the flash of an angry eye, ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν σ. A.Pr.358, cf. E.Cyc.663 (so in Hom., ὄσσε λαμπέσθην ὡς εἴ τε πυρὸς σ. Il.19.366; ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡς εἰ σ. ἐξεφάανθεν ib.17): metaph. of love, Theoc.2.134, cf. AP12.93 (Rhian.).

German (Pape)

[Seite 869] αος, τό, Licht, Glanz, Strahl, Schimmer; Hom., bes. πυρός, πυρὸς καιομένοιο u. αἰθομένοιο, Il. öfter, τὼ δέ οἱ ὄσσε λαμπέσθην ὡςεί τε πυρὸς σέλας, 19, 366; u. einfach, ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡςεὶ σέλας ἐξεφάανθεν, ib. 17 (vgl. ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας Aesch. Prom. 356, u. Eur. Cycl. 659); μήνης, 19, 374, u. dgl.; σέλας ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου, Pind. P. 3, 39; oft bei Tragg.: φαιδρὸν ἁλίου σέλας, Aesch. Eum. 886; τὸ παγκρατὲς σέλας ἡφαιστότευκτον, Soph. Phil. 974, vom feuerspeienden Berge; λαμπάδων, Eur. Or. 1573 u. öfter; insbes. der Blitz, δαιόμενον δὲ ἧκε σέλας μετὰ λαὸν ᾿Αχαιῶν, Il. 8, 76; wie σέλας Διός Soph. O. C. 95; σέλας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Her. 3, 28; auch vom Tageslichte, Soph. Ai. 843; Plat. Crat. 409 b sagt τὸ σέλας καὶ τὸ φῶς ταὐτόν. – Der dat. lautet bei Hom. σέλαϊ, Il. 17, 739, u. σέλᾳ, Od. 21, 246; gen. σέλαος, Hes. Th. 867. Bei att. Dichtern auch plur. σέλα, wie Bass. 5 (IX, 289).

Greek (Liddell-Scott)

σέλας: -αος, τό· παρ’ Ὁμ. πλὴν τῆς ὀνομαστ. ὑπάρχει καὶ ἡ δοτ. σέλαϊ Ἰλ. Ρ. 739, συνῃρ. σέλᾳ Ὀδ. Φ. 246· παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ὑπάρχει ὡσαύτως τὸ πληθ. σέλᾱ Ἀνθ. Π. 9. 289· - ποιητ. ὄνομα, φῶς, λαμπρότης, λαμπρὰ φλὸξ πυρός, σ. πυρὸς Ἰλ. Τ. 366, κ. ἄλλ.· καιομένοιο πυρός, π. αἰθομένοιο αὐτόθι 375, Θ. 563, κλ.· σ. ἐν σέλαϊ μεγάλῳ, ἄνευ τινὸς προσδιορισμοῦ, Ρ. 739· δαΐδων σ. Ὀδ. Σ. 353, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 275· σ. λάβρον Ἁφαίστου Πινδ. Π. 3. 69· Ἥφαιστος ... λαμπρὸν ἐκπέμπων σ., ἐπὶ πυρὸς χρησιμεύοντος πρὸς διαβίβασιν ἀγγελίας ἢ ὡς σημεῖον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 281, πρβλ. 289· Ἡφαιστότευκτον σέλ., ἐπὶ ἡφαιστείου, Σοφ. Φιλ. 986· καμίνου Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· ἐφέστιον σ. Σοφ. Τρ. 607· - ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, σ. γένετ’ ἠύτε μήνης Ἰλ. Τ. 374· ἡλίου σ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 926, Σοφ. Ἠλ. 17, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1711· οὕτως ἐπὶ τοῦ φωτὸς τῆς ἡμέρας, καθαρὸν ἁμέρας σ. Πινδ. Ἀποσπ. 106. 4, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 856· πρὶν θεοῦ δῦναι σέλας Εὐρ. Ἱκέτ. 469· τὸ σ. καὶ τὸ φῶς ταὐτὸν Πλάτ. Κρατ. 409Β· - ἀστραπή, λάμψις ἀστραπῆς, δαιόμενον σ. Ἰλ. Θ. 76· ἥτις καλεῖται καὶ σέλας Διὸς Σοφ. Ο. Κ. 95· σέλας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Ἡρόδ. 3. 28· ἐπὶ μετεώρου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 23· - πυρσός, λαμπάς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 52, Ἀνθ. Π. 9. 46, κτλ. - ἡ λάμψις ὠργισμένων ὀφθαλμῶν, ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν σ. Αἰσχύλ. Πρ. 356, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 663 (ὡς παρ’ Ὁμ., ὄσσε λαμπέσθην ὡσεὶ σέλας ἐξεφάανθεν αὐτόθι 17)· μεταφορ., ἔρωτος σ. Θεόκρ. 2. 134, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 93. (σέλας φαίνεται ὅτι κυρίως σημαίνει φῶς (οὐχὶ ἀναγκαίως) συνοδευόμενον ὑπὸ θερμότητος, πρβλ. σελήνη· ἐν ᾧ εἵλη, ἥλιος ἀείποτε νοοῦσι φῶς καὶ θερμότητα· πρβλ. Lewis Astr. of Ancients, σ. 17, καὶ ἴδε ἐν λέξ. σείριος), Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
éclat, lumière, lueur brillante au propr. et au fig.
Étymologie: R. Σελ, briller, p. ΣϜελ, ΣϜερ, > Σείριος.

English (Autenrieth)

αος: brightness, light, gleam, radiance, of fire, lightning, the eyes in anger, Il. 17.739, Il. 8.76, Il. 19.17.

English (Slater)

σέλας
   1 flash σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου (P. 3.39) χρῆν ἄρα Πέργαμον εὐρὺν ἀιστῶσαι σέλας αἰθομένου πυρός (Pae. 6.97) κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 4. met.,] ν ὕμνων σέλας ἐξ ἀκαμαν [το (Pae. 18.5) ὀμμ] άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν (Pae. 20.13)