παλίγκοτος
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
ον,
A spiteful, malignant, resentful, ἀλλά τις οὐκ ἔμμι παλιγκότων ὄργαν Sapph.72; κληδόνες π. injurious, untoward reports, A.Ag.863, 874; π. τύχη the spitefulness of fortune, ib.571; πῆμα Pi.O.2.20; π. ὄψιν ἰδοῦσα a dreadful sight, Mosch.4.92; τὰ π. λέγειν Antipho Soph. 49. 2 of persons, hostile, malignant, τινι Ar.Pax390, Euph.51.12, etc.; πρὸς πάντα π. Theoc.22.58; οἱ παλίγκοτοι adversaries, Pi.N. 4.96, A.Supp.376. Adv., αὐτῷ . . -τως συνεφέρετο it fared ill with him, Hdt.4.156; φέρειν τὰ συμπίπτοντα μὴ π. to bear accidents not resentfully, E.Fr.572.2. II metaph., of wounds or injuries, growing malignant, festering, Hp.Art.27 (Sup.). III steep, rugged, πάγος τρηχύς τε καὶ π. Archil.87. (Cf. ἀλλόκοτος).
German (Pape)
[Seite 448] vom wiederkehrenden Groll od. Zorn, wieder grollend, feindlich gesinnt; τραχὺς παλιγκότοις ἔφεδρος, Pind. N. 4, 96; πῆμα, Ol. 2, 22; τύχη, feindliches Geschick, Unglück, Aesch. Ag. 557; auch κλῃδών, gehässig, 837. 848; μὴ γένῃ παλίγκοτός τις ἀντιβολοῦσιν, Ar. Pax 390; sp. D., wie Theocr. 22, 58; Mosch. 4, 92; Agath. 19 (V, 280). – Von Krankheiten oder Wunden, wieder gefährlich werdend, wieder aufbrechend, Hippocr. u. folgde Medic.; auch παθήματα παλ., Schmerzen, die sich erneuern oder wiederkehren. – Adv., παλιγκότως συνεφέρετο αὐτῷ, Her. 4, 156, es ging ihm von Neuem widerwärtig, das frühere Unglück brach aufs Neue hervor.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίγκοτος: -ον, κυρίως ἐπὶ ἑλκῶν, ὁ ἐκ νέου γενόμενος κακοήθης, π. παθήματα, ὡς τὸ Λατ. dolores recrudescentes, denuo excandescentes, Γαλην. 12.204· ὑπερθ. -ώτατος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, κτλ.· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., αὐτῷ ... παλιγκότως συνεφέρετο, συνέβη εἰς αὐτὸν κατὰ τὴν προτέραν κακήν του τύχην, Ἡρόδ. 4. 156· φέρειν τὰ συμπίπτοντα μὴ π., ὑποφέρειν τὰς συμφορὰς οὐχὶ βαρυθύμως, Εὐρ. Ἀποσπ. 576. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ νέας ἐκρήξεως πάθους, κακός, ἐπίμονος, παλαιός, ἀλλά τις οὐκ ἐμμὶ παλιγκότων ὀργᾶν Σαπφὼ 77· κληδόνες π., ἐπιβλαβεῖς, δυσάρεστοι φῆμαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 863, 874· π. τύχη, ἐναντία τύχη, αὐτόθι 571· πῆμα Πινδ. Ο. 2.36· π. ὄψιν ἰδοῦσα Μόσχ. 4. 9 2· τὰ π. λέγειν Ἀντιφῶν παρὰ Στοβ. 422. 7. 2) ἐπὶ προσώπων, ἐχθρικός, δυσμενής, τινι Ἀριστοφ. Εἰρ. 390, πρβλ. Θεόκρ. 22. 58· οἱ παλίγκοτοι, οἱ ἐνάντιοι, Πινδ. Ν. 4. ἐν τέλ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 376. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πάλιν κότος· ἀλλ’ ἴδε ἀλλόκοτος, νεόκοτος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a des retours de haine ou de colère, dont la méchanceté ou la colère se réveille, s’aigrit, s’exaspère ; vindicatif, haineux ; ὁ παλίγκοτος ennemi, adversaire.
Étymologie: πάλιν, κότος.
English (Slater)
πᾰλίγκοτος
1 malignant πῆμα θνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν (O. 2.20) pro subs. adversary, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος (N. 4.96)
English (Slater)
πᾰλίγκοτος
1 malignant πῆμα θνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν (O. 2.20) pro subs. adversary, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος (N. 4.96)