παῦρος
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
English (LSJ)
ον (not found in fem., cf. παυράς),
A little, small, στήμων Hes. Op.538 ; π. ἔπος Pi.O.13.98 ; of Time, short, Hes.Op.326 ; ζωῆς μέρος Emp.2.3 ; π. ὕπνος Pi.P.9.25 (s.v.l.); speedy, τέλος βιότοιο Q.S.7.613 : neut. as Adv., for a short time, παῦρον ἀνθήσας Lyc. 1429. 2 mostly of Number, few, poet. for ὀλίγος (q.v.) in this sense, Ep., Lyr., and Trag., π. ἄνδρες Thgn.79 ; π. τινές Pi.O.10(11).22 ; π. ἀνδρῶν A.Ag.832 : rare in Prose, as Thphr.HP8.7.4 ; παῦρα, opp. πολλά, Il.9.333, cf. Od. 2.241 : with a collect. Subst., π. λαός small in number, Il.2.675 : Comp. παυρότερος 4.407, 8.56, al., Thgn. 644 : neut. pl. παῦρα as Adv., seldom, Hes. Th.780, Ar.Pax 764. (Cf. Lat. paucus, Goth. fawai 'few'.)
German (Pape)
[Seite 537] klein, gering; παῦρος λαός, eine kleine Schaar, Il. 2, 675; στήμων, Hes. O. 536; γένος, Eur. Med. 1087; von der Zeit, kurz, Hes. O. 328; – gew. im plur. und von der Anzahl, wenige, Ggstz πολύς, Il. 9, 333 Od. 2, 241; Hes. O. 480; ἔπος, ὕπνος, Pind. Ol. 13, 94 P. 9, 25; παῦροί τινες, Ol. 11, 23; Tragg.; παῦρ' ἀνιάσας, πολλ' εὐφράνας, Ar. Pax 764; selten in Prosa, wie Theophr. – Compar. παυρότεροι, Il. 15, 407 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1111; – παῦρα ist adverbial gebraucht Hes. Th 780. – Das fem. παύρα scheint gar nicht vorzukommen.
Greek (Liddell-Scott)
παῦρος: ον (τοῦ θηλ. οὐδὲν παράδειγμα ἀπαντᾷ πρβλ. παυράς), μικρός, ὀλίγος, ὀλιγοστός, στήμων Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 536· π. ἔπος Πινδ. Ο. 13. 138· ― ἐπὶ χρόνου, βραχύς, σύντομος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 324· οὕτω, π. ὕπνος Πινδ. Π. 9. 43· οὐδέτ. ὡς Ἐπίρρ. ἐπ’ ὀλίγον χρόνον, ἐπ’ ὀλίγον, παῦρον ἀνθήσας Λυκόφρ. 1429. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγος, ὀλίγοι, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., καὶ Ἀττ. ποιητ., παῦροί τινες Πινδ. Ο. 11. 26· σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, οἷον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 4· ― μετὰ περιληπτικοῦ οὐσιαστ., π. λαός, ὀλίγοι ἄνθρωποι, Ἰλ. Β. 675· ἀντίθετ. τῷ πολύς, Ι. 333, Ὀδ. Β. 241· ― τὸ συγκρ. παυρότερος, ὀλιγώτερος οὐχὶ σπάν. παρ’ Ὁμ., ὡς παυρότερον λαὸν ἀγαγόνθ’ ὑπὸ τεῖχος Ἄρειον Ἰλ. Δ. 407· ― οὐδ. πληθ. παῦρα ὡς Ἐπίρρ. ὀλιγάκις, σπανίως, Ἡσ. Θ. 780, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 764· πρβλ. παυρίδιος: ― ἀμφότερα εἶναι τύποι ποιητικοί, ἡ δὲ παρὰ τοῖς πεζογράφοις λέξις εἶναι τὸ ὀλίγος. (Πρβλ. τὸ Λατ. parvus, paulus, paucus· ― ἴδε ἐν λ. παύω).
French (Bailly abrégé)
fém. inus., ον :
1 en petit nombre;
2 p. ext. petit, court;
adv. • παῦρα, rarement.
Étymologie: R. Πυσ > Παυσ- diminuer, amoindrir ; cf. παύω, lat. parvus.
English (Autenrieth)
comp. παυρότερος: little, feeble; pl., few, opp. πολλοί, Il. 9.333.