ἄμμορος

From LSJ
Revision as of 13:55, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμμορος Medium diacritics: ἄμμορος Low diacritics: άμμορος Capitals: ΑΜΜΟΡΟΣ
Transliteration A: ámmoros Transliteration B: ammoros Transliteration C: ammoros Beta Code: a)/mmoros

English (LSJ)

ον, poet. for ἄμοιρος (q. v.),

   A without share of, without lot in, c. gen., ἄμμορος . . λοετρῶν Ὠκεανοῖο Il.18.489, Od.5.275; καλῶν Pi.O.1.84; πάντων S.Ph.182 (lyr.); τέκνων ἄ. bereft of children, E. Hec.421; οὐκ ἄ. ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας Pi.N.6.14; ἄ. ἐσθλῆς ἐλπίδος IG 14.1942.11.    2 later, simply, free from, without, ἄ. κακότητος Q.S.1.430.    II abs., ill-fated, Il.6.408, 24.773. (ἀ- priv., smor-, cf. κάσμορος.)

German (Pape)

[Seite 126] ον, p. = ἄμορος, untheilhaftig, Hom. viermal, Iliad. 18, 489 Od. 5, 275 vom Gestirne des großen Bären οἴη δ' ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο; ohne cas., an derselben Stelle des Verses Iliad. 6, 408. 24, 773 παῖδά τε νηπίαχον (τῷ σέ θ' ἅμα κλαίω) καὶ ἔμ' ἄμμορον, mich Unglückliche; – Pind. N. 6, 14 ohne cas. = unglücklich; καλῶν Ol. 1, 84; Soph. Phil. 182; τέκνων Eur. Hec. 423, Kinder verloren habend; κακότητος Qu. Sm. 1. 430; ad. 495 (Plan. 303); vgl. ἄμοιρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμορος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄμοιρος (ὃ ἴδε), ὁ μὴ ἔχων μέρος ἔν τινι, ὁ ἀμέτοχος, μὴ λαμβάνων μερίδιον· ἰδίως ἔν τινι καλῷ πράγματι· μ. γεν. ἄμμορος... λοετρῶν Ὠκεανοῖο Ἰλ. Σ. 489, Ὀδ. Ε. 275· καλῶν Πινδ. Ο. 1. 134· πάντων Σοφ. Φ. 182· τέκνων ἄμμ., ἐστερημένος τέκνων, Εὐρ. Ἑκ. 421· ἐλπίδος Ἀνθ. Π. (παράρτ. 349). 2) μεταγεν. ἁπλῶς, ἐλεύθερος ἀπό τινος, ἄνευ τινός, ἄμμ. κακότητος Κόϊντ. Σμυρν. 1. 430· ὠδίνων Ἀνθ. Π. 7. 465. ΙΙ. ἀπολ., δυστυχής, τεθλιμμένος, Ἰλ. Ζ. 418., Ω. 773· οὐκ ἄμμ. Πινδ. Ν. 6. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne participe pas à, privé ou exempt de, gén.;
2 abs. malheureux.
Étymologie: ἀ, μείρομαι.

English (Autenrieth)

(μόρος, μοῖρα): (1) without share or portion, with gen., λοετρῶν Ὠκεάνοιο, said of the constellation of the Great Bear, which in Greek latitudes never sinks below the horizon, Od. 5.275, Il. 18.489.—(2) luckless, unhappy, Il. 6.408, Il. 24.773.

English (Slater)

ἄμμορος
   a c. gen., without a share in τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν, ἁπάντων καλῶν ἄμμορος; (O. 1.84)
   b abs., unsuccessful, luckless νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (ἄμορος con. Hermann met. gr.) (N. 6.14)