ἀγγέλλω
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
(ἄγγελος): impf.
A ἀγγέλλεσκον Hsch.: Ep. and Ion. fut. ἀγγελέω Il.9.617, Hdt., Att. ἀγγελῶ, Dor. -ίω (ἀν-) Tab.Heracl.1.118: aor. 1 ἤγγειλα Hom., Att.: pf. ἤγγελκα Plb.35.4.2, (κατ-) Lys.25.30, (εἰσ-) Lycurg.1, (περι-) D.21.4:—Med. (v. infra): aor. ἠγγείλαμην (ἐπ-) Hdt.6.35, Pl.Grg.458d:—Pass., fut. ἀγγελθήσομαι (ἀπ-) D.19.324, later ἀγγελήσομαι (ἀν-) LXX Ps.21(22).30: aor. ἠγγέλθην Hdt., Att.: pf. ἤγγελμαι A.Ch.774, Th.8.97: plpf. ἄγγελτο v.l. in Hdt. 7.37:—aor. 2 Pass. ἠγγέλην is found IG1.27b (ἐπ-), E.IT932, and became usual in Hellenistic Gk., cf. LXX Jo.2.2 (ἀπ-), Plu.Ant.68, Hdn.3.7.1, etc.: aor. 2 Act. ἤγγελον is rare even in late writers, as (παρ-) App.BC1.121 without impf. as v. l., though in AP7.614 (Agath.) ἀγγελέτην is required by the metre:—bear a message, ὦρτο δὲἾρις . . ἀγγελέουσα Il.8.409; τινί Od.4.24, 15.458: c. inf., οἵ κε . . κείνοις ἀγγείλωσι . . οἶκόνδε νέεσθαι may bring them word to return home, 16.350, cf. EM6.52: c. acc. inf., κήρυκες δ' . . ἀγγελλόντων . . γέροντας λέξασθαι Il.8.517. 2 c. acc. rei, announce, report, ἐσθλά Il.10.448; φάος ἠοῦς Od.13.94; Ποσειδάωνι πάντα τάδε Il. 15.159:—in Prose, μή τι νεώτερον ἀγγέλλεις ; Pl.Prt.31cb; prov., οὐ πόλεμον ἀγγέλλεις 'that's good news', Id.Phdr.242b; ἀγγέλλωμεν ἐς πόλιν τάδε ; E.Or.1539; πρὸς τίν' ἀγγεῖλαί με χρὴ λόγους ; Id.Supp. 399. 3 c. acc. pers., bring news of... εἴ κέ μιν ἀγγείλαιμι Od.14.120; later, ἀ. περί τινος S.El.1111:—dependent clauses are added with a Conj., ἤγγειλ' ὅττι ῥά οἱ πόσις ἔκτοθι μίμνε Il.22.439; ἀ. ὡς . . E. IT704, D.18.169; ὁθούνεκα . . S.El.47:—also in part., ἦ καὶ θανόντ' ἤγγειλαν; ib.1452; Κῦρον ἐπιστρατεύοντα . . ἤγγειλεν X.An.2.3.19, cf. Cyr.6.2.15; with ὡς, πατέρα τὸν σὸν ἀγγελῶν ὡς οὐκέτ' ὄντα S.OT955; ἤγγειλας ὡς τεθνηκότα Id.El.1341. II Med., only pres., Τεύκρῳ ἀγγέλλομαι εἶναι φίλος I announce myself to him as a friend, Id.Aj.1376. III Pass., to be reported of, ἐπὶ τὸ πλεῖον Th.6.34: c. part., ζῶν ἢ θανὼν ἀγγέλλεται S.Tr.73, cf. E. Hec.591, Th.3.16, X.HG4.3.13: c. inf., ἤγγελται ἡ μάχη ἰσχυρὰ γεγονέναι Pl.Chrm.153b, cf. X. Cyr.5.3.30:—ἠγγέλθη τοῖς στρατηγοῖς, ὅτι φεύγοιεν that... Id.HG1.1.27:—ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις Th.8.97. (ἀπ-αγγέλλω is more common in Oratt.)
German (Pape)
[Seite 10] (entst. aus ἀγγελίω; aor. ἤγγειλα, die aor. II. ἤγγελον und ἠγγελόμην kommen mit Sicherheit nur bei Hp. u. in compos. vor, z. B. ἀπήγγελον Her. 4, 153, s. ἐπαγγ-, καταγγ-, παραγγ-; pass. ἠγγέλην Eur. Inh. T. 332, wo auch der aor. i. ins Metrum paßt), Botschaft bringen, melden, verkündigen, von Hom. an überall, theils absolut, Il. 8, 469; ὁ ἀγγέλλων, der Bote, Het. 8, 23; theils mit dem acc., κακὸν ἔπος τινί Il. 17, 761; χρυσὸν ἐπῶν At. Plut. 268; λόγον Plat. Phaed. 58 a; mit partic., Ὀρέστην βίον λελοιπότα, daß Orest das Leben verlassen, Soph. El. 1435; πατέρα ὡς οὐκέτ' ὄντα O. R. 355; ζῶν ἀγγέλλεται Trach. 73. Vgl. Xen. Hell. 4, 3, 7. 6, 4, 16. Gew. folgt ὅτι (ὅθ' οὕνεκα Hopk. El. 47), od. acc. c. inf; pass. ἤγγελται ἡ μάχη ἰσχυρὰ γεγονέναι Plat. Charm. 153 b; – πόλεμον ἀγγέλλειν, Krieg ankündigen, Phaedr. 242 b; Plut. – Med. Τεύκρῳ ἀγγέλλομαι φίλος εἶναι, ich sage von mir aus, erkläre dem Teukros, daß ich sein Freund bin, Soph. Ai. 1355.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤγγελλον, f. ἀγγελῶ, ao. ἤγγειλα, pf. ἤγγελκα;
Pass. f. ἀγγελθήσομαι, ao. ἠγγέλθην, pf. ἤγγελμαι;
1 faire office de messager ; porter un message, une nouvelle : τινί, à qqn;
2 annoncer, faire savoir τί τινι, τι πρός τινα qch à qqn ; ἀγγέλλειν τινά OD, postér. ἀγγέλλειν περί τινος SOPH apporter des nouvelles de qqn ; ἀγγέλλειν ὅτι ou ὡς, annoncer que ; avec un part. Κῦρον ἐπιστρατεύοντα ἤγγειλεν XÉN il annonça que Cyrus se mettait en campagne ; ἤγγειλας ὡς τεθνηκότα SOPH tu as annoncé que j’étais mort ; avec un suj. de chose ἀγγέλλουσ’ Ἀργείων δόξαι ψήφῳ τᾶς σᾶς περί μοι ψυχᾶς EUR on annonce qu’un vote des Grecs a décidé de ta vie;
Moy. ἀγγέλλομαι seul. prés. s’annoncer : Τεύκρῳ ἀγγέλλομαι φίλος εἶναι SOPH je m’annonce à Teucer comme l’ami (d’Ajax).
Étymologie: ἄγγελος.
English (Autenrieth)
fut. ἀγγελέω, aor. ἤγγειλα, inf. Il. 15.159: report, announce (τὶ, also τινά); w. inf. ‘bid,’ Od. 16.350, Il. 8.517.
English (Slater)
ἀγγέλλω
1 proclaim
a ἐθελήσω ξυνὸν· ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον (O. 7.21) Πυθιάδος δἐν δρόμῳ κάρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι (P. 1.32) ἐθέλω χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν (P. 9.2)
b of divinities, proclaim (in an oracle) ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι (ἄγγειλε coni. Wil.) (Pae. 2.77)