ἔντος

From LSJ
Revision as of 14:01, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντος Medium diacritics: ἔντος Low diacritics: έντος Capitals: ΕΝΤΟΣ
Transliteration A: éntos Transliteration B: entos Transliteration C: entos Beta Code: e)/ntos

English (LSJ)

τό,

   A v. ἔντεα, τά.

German (Pape)

[Seite 857] τό, sing. zu ἔντεα (w. m. s.), Archil. 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντος: τό, ἴδε ἔντεα, τά.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
d’ord. au pl. ἔντεα-η;
1 armes, armure ; particul. sorte de cotte de mailles ou de cuirasse;
2 tout ce qui sert à équiper, à garnir ; ἔντος δαιτός OD vaisselle d’un repas.
Étymologie: ἕννυμι.

English (Slater)

ἔντος (ἐντέων, ἔντεσιν, ἔντεσσιν, ἔντεα) pl.,
   1 equipment
   a armour χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον (O. 4.22) “μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν (Pae. 2.74)
   b
   I harness ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα (O. 13.20) βοέους (v. l. βοέοις) δήσαις ἀνάγκᾳ (-ας v. l., -αις Σ) ἔντεσιν αὐχένας (P. 4.235)
   II equipage of a chariot κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν (P. 5.34) σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν (τοῖς πεζοῖς καὶ τοῖς ἱππεῦσιν. Σ.) (N. 9.22)
   c ships' gear, sails (but cf. (O. 7.12) ) ἀπότρεπε αὖτις Ἑὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός (N. 4.70)
   d musical instrument παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (P. 12.21) c. gen., defining, ἁδυμελεῖ φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12)

English (Slater)

ἔντος (ἐντέων, ἔντεσιν, ἔντεσσιν, ἔντεα) pl.,
   1 equipment
   a armour χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον (O. 4.22) “μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν (Pae. 2.74)
   b
   I harness ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα (O. 13.20) βοέους (v. l. βοέοις) δήσαις ἀνάγκᾳ (-ας v. l., -αις Σ) ἔντεσιν αὐχένας (P. 4.235)
   II equipage of a chariot κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν (P. 5.34) σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν (τοῖς πεζοῖς καὶ τοῖς ἱππεῦσιν. Σ.) (N. 9.22)
   c ships' gear, sails (but cf. (O. 7.12) ) ἀπότρεπε αὖτις Ἑὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός (N. 4.70)
   d musical instrument παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (P. 12.21) c. gen., defining, ἁδυμελεῖ φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12)