ἐγκώμιος

From LSJ
Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκώμιος Medium diacritics: ἐγκώμιος Low diacritics: εγκώμιος Capitals: ΕΓΚΩΜΙΟΣ
Transliteration A: enkṓmios Transliteration B: enkōmios Transliteration C: egkomios Beta Code: e)gkw/mios

English (LSJ)

ον, (κώμη)

   A in the village: hence, native, common, v.l. for ἐγχώριος, Hes.Op.344.    II (κῶμος) belonging to a κῶμος, esp. that which escorted a victor in the games: hence, belonging to the praise of a conqueror, ἐ. μέλη, ὕμνοι, Pi.O.2.47, P.10.53; ἐ. ἀμφὶ τρόπον Id.O.10(11).77; στεφάνων ἐγκώμιος τεθμός the law of praise for prizes won, ib.13.29.    2 Subst. ἐγκώμιον, τό, laudatory ode, D.S.11.11, Ath.13.573f; generally, eulogy, panegyric, Ar.Nu.1205, D.18.207 (pl.), Thphr.Char.3.2, etc.; ἐγκώμια παλαιῶν ἀνδρῶν Pl.Prt.326a; ἐ. εῐς τινα, κατά τινος, Pl.Min.319c, D.6.9; ἐ. λογικόν in prose, IG7.2727 (Acraephia); ἐ. ἐπικόν ib.419 (Oropus); ὁ ἔπαινος τῆς ἀρετῆς, opp. τὰ ἐ. τῶν ἔργων, Arist.EN1101b33, cf. Rh.1367b28.

German (Pape)

[Seite 712] 1) (κώμη) im Dorfe, einheimisch, Hes. O. 342. – 2) (κῶμος) zu einem bacchischen Festaufzuge od. zu einem κῶμος ἐπινίκιος gehörig, einem Aufzuge, in welchem derjenige, der im Wettkampfe gesiegt hat, nach Hause geleitet wird; ὕμνος, das Loblied auf einen Sieger, Pind. P. 10, 53; μέλος Ol. 2, 52 N. 1, 7; στεφάνων τεθμός Ol. 13, 28; τὸ ἐγκώμιον, ἐγκώμια ὥσπερ νενικηκότι Plat. Lys. 205 e; übh. = Lobgesang, Lobrede, Conv. 177 d u. öfter; ἔπαινοι καὶ ἐγκώμια Prot. 326 a. Ggstz ψόγος, Legg. VIII, 829 c; ὕμνους θεοῖς καὶ ἐγκώμια τοῖς ἀγαθοῖς Rep. X, 607 a; Folgde; ᾄδωμεν εἰς τὸν δεσπότην ἐγκώμιον Ar. Ath. XV, 677 b. Auch ἐγκώμιος λόγος, Eust. – Von ἔπαινος als das Umfassendere unterschieden, Hermog. progymn. 7; vgl. Arist. eth. Nic. 1, 12, 6, ὁ ἔπαινος τῆς ἀρετῆς, τὰ δὲ ἐγκώμια τῶν ἔργων, wie rhet. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκώμιος: -ον, (κώμη), ὁ ἐν τῇ κώμῃ, ὅθεν ἐντόπιος, συνήθης, πολὺ ὅμοιον τῷ ἐγχώριος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 342· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 84. ΙΙ. (κῶμος) ἀνήκων εἰς Βακχικὸν θίασον ἢ Βακχικὴν πομπὴν ἢ εἰς κῶμον ἐπινίκιον, καθ’ ὃν ὁ νενικηκὼς ἐν ἀγῶνι προεπέμπετο οἴκαδε ὑπὸ κωμαζόντων φίλων μετὰ χορῶν καὶ ᾀσμάτων: - Ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται τὰ ἐπίθ. ἐγκώμιος καὶ ἐπικώμιος περὶ παντὸς ἀνήκοντος εἰς ἐξύμνησιν ἢ ἀμοιβὴν νικητοῦ, ἐγκώμ. μέλη, ὕμνοι, κτλ. Ο. 2. 85, Π. 10. 82· ἐγκ. ἀμφὶ τρόπον ὁ αὐτ. Ο. 10 (11). 93· στεφάνων ἐγκώμιος τεθμὸς, ὁ θεσμὸς τοῦ ἐπαίνου (ὁ δίκαιος ἔπαινος) διὰ τοὺς ληφθέντας στεφάνους, αὐτόθι 13. 39. 2) ἐγκώμιον (ἐνν. ἔπος), τό, ἦτο ἐπαινετικὴ ᾠδὴ εἰς νικητήν, οἷαι ἦσαν πολλαὶ τῶν τοῦ Πινδάρου, ἴδε Ἀποσπάσμ. 83-86, Βοικχ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1585· - ἐντεῦθεν ἐν γένει, ἔπαινος, ἐγκώμιον εἰς ζῶντα ἄνθρωπον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1205, Πλάτ., Δημ. 297. 5, κτλ.· τοὺς Μεσσηνίους... εὖ ποιεῖ, ὃ καὶ μέγιστόν ἐστι καθ' ἡμῶν ἐγκώμιον Δημ. 68. 3: - ἀντιδιεσταλμένως πρὸς τὸ ἔπαινος (τὸ ἐγκ. τῶν ἔργων, ὁ ἔπαινος τῆς ἀρετῆς), Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 6, Ρητ. 1. 9, 33, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui se chante pour une fête ou un triomphe.
Étymologie: ἐν, κῶμος.
2ος, ον :
du même bourg, compatriote.
Étymologie: ἐν, κώμη.

English (Slater)

ἐγκώμιος pertaining to a victory-komos:
   1 victory - ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν (O. 2.47) τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον (O. 10.77) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (P. 10.53) ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7) δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν (O. 13.29)

English (Slater)

ἐγκώμιος pertaining to a victory-komos:
   1 victory - ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν (O. 2.47) τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον (O. 10.77) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (P. 10.53) ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7) δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν (O. 13.29)