εἷμα

From LSJ
Revision as of 14:13, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἷμα Medium diacritics: εἷμα Low diacritics: είμα Capitals: ΕΙΜΑ
Transliteration A: heîma Transliteration B: heima Transliteration C: eima Beta Code: ei(=ma

English (LSJ)

ατος, τό, Aeol. ἔμμα Alc.Supp.4.21 (pl.), Lyr.Alex.Adesp.9 (pl.); Cret. ϝῆμα Leg.Gort.3.38 (but gen. fem.

   A ϝήμας 5.40): (ἕννυμι): —garment, freq. in Hom., in pl., φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ' ἔθηκαν Od.6.214; χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν 10.542: in Hdt. mostly, over-garment, like ἱμάτιον, 1.155, 2.81, cf. A.Ch.81 (lyr.), S. OT1268; ἀγῶνα γυμνικόν ἐν εἵμασι Inscr.Prien.112.91 (i B. C.).    II rug, carpet, A.Ag.921,963, S.Aj.1145.

German (Pape)

[Seite 730] τό (ἕννυμι), der Anzug, das Kleid, Gewand; Hom. εἵματα ἕσσεν u. mit hinzugefügter näherer Bestimmung πὰρ δ' ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ' ἔθηκαν, das Ober- u. Untergewand, Od. 6, 214. 10, 542; Pind. P. 4, 232; Theocr. 21, 13 u. oft; Her. 1, 10. Auch = Decke, Teppich, Aesch. Ag. 895. 934.

Greek (Liddell-Scott)

εἷμα: τό, (ἕννυμι) ἔνδυμα, ἱμάτιον· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ λέξις εἶναι συχνή, ὁτὲ μὲν μόνη μετὰ τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ ἐνδύματος, ὁτὲ δὲ μετὰ τῶν προσδιορισμῶν, φᾶρος, χλαῖνα καὶ χιτών, ὡς: πὰρ δ’ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ’ ἔθηκαν Ὀδ. Ζ. 214· ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν Κ. 542· παρ’ Ἡροδ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐπανωφόριον, ὡς τὸ ἱμάτιον, 1. 155., 2. 81, Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Ο. Τ. 1268. ΙΙ. βραδύτερον, σκέπασμα, τάπης, στρῶμα, περίστρωμα, ὡς τὸ φᾶρος, μηδ’ εἵμασι στρώσασ’ ἐπίφθονον πόρον τίθει Αἰσχύλ. Ἀγ. 921. 963· ὑφ’ εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων Σοφ. Αἴ. 1145.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 dans Hom. vêtement en gén.
2 postér. vêtement de dessus, manteau (cf. ἱμάτιον);
3 couverture.
Étymologie: R. Ϝες, vêtir ; v. ἕννυμι.

English (Autenrieth)

(ϝέννῦμι): garment, of any sort; pl., εἵματα, clothing; freq as pred. noun, παρ' δ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνα<<><>> τε ϝείματ ἔθηκαν, ‘as clothing.’ i. e. ‘to wear,’ Od. 6.214.