βαρύκτυπος
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ον,
A heavy-sounding, loud-thundering, epith. of Zeus, h.Cer.3, Hes. Op.79; of Poseidon, Id.Th.818, Pi.O.1.72, Pae.4.41; also of the sea, AP9.753 (Claudian).
German (Pape)
[Seite 434] Ζεύς, furchtbar donnernd, H. h. Cer.; Hes. O. 79; Poseidon, Sc. 318; Th. 818; Pind. Ol. 1, 72 N. 4, 87; übh. laut brausend, πόντος Claudian. 4 (IX, 753).
Greek (Liddell-Scott)
βαρύκτῠπος: -ον, ὁ βαρέως κροτῶν, φοβερῶς ἠχῶν, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 3, κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 79· ὡσαύτως τοῦ Ποσειδῶνος, Ἡσ. Θ. 818, Πίνδ. Ο. 1. 116· ὡσαύτως βᾰρυκτυπής, ές, Χρηστ. Σιβυλ. 8. 433.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui frappe avec un bruit sourd ou retentissant (ép. de Zeus, de Poséidon, de la mer).
Étymologie: βαρύς, κτύπος.
English (Slater)
βᾰρύκτῠπος
1 loud pounding of the sea, and so epith. of Poseidon. βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν (O. 1.72) Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου (N. 4.87) “τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον (Pae. 4.41)