πληρόω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
3pl. impf. ἐπληροῦσαν cited by Choerob.in Theod.2.64 H. from E.Hec.574: fut. -ώσω: pf. πεπλήρωκα, Aeol. part. πεπληρώκων IG12(2).243.9 (Mytil.):—Med., fut. πληρώσομαι (ἐπι-) Th.7.14 (v. infr.): aor.
A ἐπληρωσάμην Pl.Grg.493e, X.HG5.4.56, etc.:—Pass., fut. -ωθήσομαι Pl.Smp.175e, Aeschin.2.37; fut. Med. in pass. sense, X.Eq.Mag.3.6, D.17.28, Gal.2.560:—make full: I c. gen. rei, fill full of, λάρνακας λίθων Hdt.3.123, etc.; κρατῆρα, πίστρα (sc. οἴνου), E.Ion1192, Cyc.29:—Pass., to be filled full, τινος of a thing, Hp.VM 20, Pl.R.550d, etc.; σάλπιγξ βροτείου πνεύματος -ουμένη A.Eu.568; ἀπό τινος Porph.Sent.32. 2 fill full of food, gorge, satiate, βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν E.Ion1170: metaph., π. θυμόν glut one's rage, S.Ph. 324, E.Hipp.1328; τὰς ἐπιθυμίας Pl.Grg.494c:—Pass., to be filled full of, satisfied, δαιτὸς -ωθείς E.Fr.213.3; Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος -ουμένη A.Fr.300.6; φόβου, ἐλπίδος, etc., Pl.Lg.865e, R.494c, etc.; also οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάματος LXXEc.1.8. 3 π. τὴν χεῖρά τινος consecrate, ib.Ex.32.29, al., Jd.17.5,12. II rarely c. dat., fill with, πεύκαισιν . . χέρας πληροῦντες E.HF373 (lyr.):—Pass., πνεύμασιν -ούμενοι filled with breath, A.Th.464; πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ Ep.Rom.1.29, cf. 2 Ep.Cor.7.4. III without any modal case, π. νέας man ships, Hdt.1.171, cf. Th.1.29 (Act. and Pass.) (in full πεντηκόντερον π. ἀνδρῶν Hdt.3.41); π. ναυτικόν Th.6.52; πληροῦτε θωρακεῖα man the breastworks, A.Th.32:—Med., τριήρη πληρωσάμενος Is.11.48, cf. X.HG5.4.56, etc.; in full, ἐπληρωσάμην τὴν ναῦν ἐρετῶν ἀγαθῶν D.50.15. 2 impregnate, [τὰ θήλεα] Arist.HA574a20, Metaph.988a6:—Pass., of the female, ibid., HA541a13. 3 make full or complete, τοὺς δέκα μῆνας Hdt.6.63; π. τοὺς χρόνους, τὸν ἐνιαυτόν, Pl.Lg. 866a, Ti.39d; τὸν τῆς καταδίκης χρόνον Sammelb.4639.5 (iii A. D.), cf. POxy.491.6 (ii A. D.), etc.:—Med., τὰ πάντα ἐν πᾶσι π. Ep.Eph.1.23:— Pass., of the moon, to be full, S.Fr.871.6; ἵνα . . ᾖ τοι ἀπαρτιλογίη ὑπ' ἐμέο πεπληρωμένη Hdt.7.29; πεπλήρωται ὁ καιρός Ev.Marc.1.15, etc.: Math., πεπληρώσθω let the figure be completed, Arist.Mech.854b29. 4 π. δικαστήρια fill them, D.24.92:—Pass., δικαστήριον πεπληρωμένον ἐκ τούτων Id.21.209, cf. Is.6.37; πληρουμένου . . βουλευτηρίου A.Eu. 570. 5 render, pay in full, τροφεῖα πληρώσει χθονί Id.Th.477; π. τὴν χρείαν supply it, make it good, Th.1.70; πεπλήρωκα τὸν τόκον μέχρι τοῦ Ἐπείφ POxy.114.3 (ii/iii A. D.), cf. BGU1055.23 (Pass., i B. C.): c. dupl. acc., ἵνα πληρώσῃς αὐτοὺς τὴν τιμήν PLond.2.243.11 (iv A. D.), cf. 251.30 (Pass., iv A. D.), etc.: abs., IG14.956. 6 fulfil, τὸ χρεών (destiny) Plu.Cic.17; τὴν ἐπαγγελίαν, τὰς ὑποσχέσεις, Arr. Epict.2.9.3, Hdn.2.7.6; π. πᾶσαν ἀρχὴν καὶ λειτουργίαν IG12(5).946.1 (Tenos), cf. 12(2) l.c. (Mytil.), PFlor.382.40 (iii A.D.), Lyd.Mag.3.30, al.; execute, perform, τὰ προσταχθέντα POxy.2107.5 (iii A. D.):—Pass., λαμπαδηφόρων νόμοι . . διαδοχαῖς πληρούμενοι fully observed, A.Ag.313; to be fulfilled, of prophecy, Ev.Matt.1.22, Ev.Jo.13.18. 7 ἐς ἄγγος . . βακχίου μέτρημα πληρώσαντες having poured wine into the vessel till it was full, E.IT954:—Pass., assemble, muster, πληρουμένης τῆς ἐκκλησίας Ar.Ec.89; ἀρχαί τ' ἐπληροῦντ' εἰς . . βουλευτήρια E.Andr.1097 codd.; πολλοὶ δ' ἐπληρώθημεν Id.IT306. 8 fill up a document, Lyd.Mag.3.11:—Pass., ib.68. IV intr., ἡ [ὁδὸς] πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον the length of road comes in full to this number, Hdt.2.7 (s. v.l.).