ἀποπλάζω

From LSJ
Revision as of 12:04, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλάζω Medium diacritics: ἀποπλάζω Low diacritics: αποπλάζω Capitals: ΑΠΟΠΛΑΖΩ
Transliteration A: apoplázō Transliteration B: apoplazō Transliteration C: apoplazo Beta Code: a)popla/zw

English (LSJ)

   A lead away from, ἀοιδῆς A.R.1.1220, cf. Hsch.:—Pass., only aor., stray away from, πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Od. 15.382; Τροίηθεν 9.259; ἀπὸ θώρηκος . . πολλὸν ἀποπλαγχθείς [ὀϊστός] glancing off the hauberk, Il.13.592; -πλαγχθέντες ἑταίρων Theoc.22.35; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Il.22.291: abs., wander, Od.8.573; to be separated, Emp.22.3; τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα a helm struck off, falling from the head, Il.13.578:—also ἀποπλασθεῖσα· ἀποκρουσθεῖσα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πλάζω), abirren machen, abbringen, Hom. öfters, aber nur im aor. pass., wenn man nicht Od. 1. 75 πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης hierherziehen will; τῆς ἀοιδῆς Ap. Rh. 1, 1220. – Pass., weggetrieben werden, abirren, ὅππῃ ἀπεπλάγχθης Od. 8, 573; ἀποπλαγχθεῖσα χαμαὶ πέσε Iliad. 13, 578; Τροίηθεν ἀποπλαγχθέντες Od. 9, 259; πολλὸν ἀπεπλάγχθης πατρίδος ἠδὲ τοκήων Od. 15, 382; νήσου αποπλαγχθέντας 12, 285; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Iliad. 22, 291; ἀπὸ θώρηκος πολλὸν ἀποπλαγχθείς 13, 592; ἀποπλαγχθέντες ἑταίρων Theocr. 22, 35; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλάζω: μέλλ. -πλάγξω, ἀποπλανῶ, ἀλλὰ τὰ μὲν τηλοῦ κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς, «ἀποπλανήσειεν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1220: - Παθ., τοῦ ὁποίου ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν παθ. ἀόρ. ἀπεπλάγχθην, πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, ἀπομακρύνομαι, πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Ὀδ. Ο. 382· Τροίηθεν Ι. 259· ἀπὸ θώρηκος… πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς [[[ὀϊστός]]] Ἰλ. Ν. 592· τῆλε δ’ ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Χ. 291· ἀπολ., πλανῶμαι μακράν, Ὀδ. 573: - ἡ φράσις τρυφάλεια ἀποπλαγχθεῖσα, περικεφαλαία ἐκκρουσθεῖσα, ἐκτιναχθεῖσα ἐκ τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Ν. 578, εἶναι μοναδική.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπλάγξω;
égarer loin de ; Pass. (ao. ἀπεπλάγχθην) :
1 s’égarer hors de, errer loin de, gén. ; abs. errer au poin ; p. anal. σάκεος ἀπ. IL rebondir loin d’un bouclier en parl. d’un trait;
2 p. ext. être renversé, tomber.
Étymologie: ἀπό, πλάζω.

English (Autenrieth)

only aor. pass. ἀπεπλάγχθην, part. ἀποπλαγχθείς: pass., be driven from one's course, drift (away from); Τροίηθεν, Od. 9.259; κατάλεξον | ὅππῃ ἀπεπλάγχθης, Od. 8.573; τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ, ‘rebounded,’ Il. 22.291, Il. 13.592; cf. 578.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo en forma de aor. pas. salvo act. ἀποπλάγξειεν A.R.1.1220, ἀποπλάγξαντες Hsch.]
1 de pers., anim. y personif. separarse, ausentarse c. gen. de pers. σῆς πατρίδος ἠδὲ τοκήων Od.15.382, αὐτᾶς μὴ ἀποπλαγχθῇς no te separes de ella Theoc.15.67, ἑταίρων Theoc.22.35, νομῆος Nonn.D.15.216, νομοῖο Colluth.41, cf. c. dat. loc. ὅσσα φιν ἐν θνητοῖσιν ἀποπλαχθέντα πέφυκεν cuantas cosas para ellos (los elementos) se encuentran separadas en el mundo mortal Emp.B.22.3
c. gen. de lugares ir a la deriva lejos de νήσου Od.12.285, Τροίηθεν Od.9.259
fig. ἀπεπλάγχθην δὲ νόοιο quedé fuera de mí, se extravió mi mente, h.Ven.254
abs. andar errante, vagar κατάλεξον, ὅππῃ ἀπεπλάγχθης Od.8.573, ἀπεπλάγχθη χορὸς ἄστρων Nonn.D.1.230, ἀποπλαγχθῆναι αὐτήν (τὴν ὕλην) (el demiurgo impide que) ésta (la materia) vaya a la deriva Numen.18.8.
2 de cosas separar violentamente de armas y pertrechos salir despedido o disparado ἀπὸ θώρηκος ... πολλὸν ἀποπλαγχθείς (ὀϊστός) Il.13.592, τῆλε δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Il.22.291
fig. ἀλλά τὰ μὲν τηλοῦ κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς pero estos (mitos) se saldrían totalmente fuera del tema del canto A.R.l.c.
abs. (τρυφάλεια) ἀποπλαγχθεῖσα saliendo (el casco) despedido, Il.13.578.