ἀκράχολος

Revision as of 12:06, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

English (LSJ)

[ρᾱ], ον,

   A quick to anger irascible, Ar.Eq.41, Pl.R.411c, Phld.Lib. p.44 O., etc.; κύων ἀ. ill-tempered dog, Ar.Fr.594a; μέλισσα Epin. 1.7: Sup., ἀχέρδου τῆς ἀκραχολωτάτης, of a spinous pear. Pherecr. 164:—also ἀκρόχολος, ον, Arist.EN1126a18, Ph.2.268, Plu.2.604b, etc.    II generally, in passionate distress, Theoc.24.61. (ἀκρᾱ- is confirmed by metre of Com., Ion. form ἀκρη-, and etym. (shortened fr. ἀκρᾱτ-); ἀκρο- is freq. v.l. in codd. of early authors, as Pl. l. c.)

German (Pape)

[Seite 81] (ion. ἀκρήχολος, von ἄκρος od. ἄκρατος u. χόλος), jähzornig, Ar. Eq. 41 (Schol. εἰς ὀργὴν πρόχειρος); Plat. Legg. VII, 791 d Rep. III, 411 c, neben ὀργίλοι, wo vor Bekk. ἀκρόχ. stand. Allgemeiner verb. Theocr. 24, 60 ξηρὸν ὑπαὶ δείους ἀκράχολον, in heftiger Gemüthsbewegung; Phereer. bei B. A. 475 nennt ἄχερδος ἀκραχολωτάτη, derviel Spitzen, Dornen hat; μέλισσα ἀκρ. Epinic. Ath. X, 432 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράχολος: [ᾱ], -ον, ὁ ταχέως ἢ αἰφνιδίως ὀργιζόμενος, ὀργίλος, Ἀριστοφ. Ἱπ. 41· κύων ἀκρ., ὀξύθυμος, χαλεπὸς κύων, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 535· μέλισσα, Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπολέμῳ» 1.7· ἄχερδος ἀκρ., ἄγριον ἀπίδιον (ἀχλάδι) ἀκανθῶδες, τὸ ὁποῖον ὅταν τὸ ἐγγίσῃ τις ἀγκυλώνεται, Φερεκρ. Ἄδηλ. 32: - ὡσαύτως ἀκρόχολος, ον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 9, Φίλων, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. καθόλου, ὁ ἐν παραφόρῳ θλίψει εὑρισκόμενος, Θεοκρ. 24. 60. (Οἱ τύποι ἀκράχολος-χολέω, ἐπιβεβαιοῦνται ὑφ’ ὅλων τῶν ποιητικῶν χωρίων, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Ἰωνικοῦ τύπου ἀκρηχολία ἐν Ἱππ. καὶ ἐν Α. Β. 77 ἀκράχολος ἀναφέρεται εἰς Πλάτ. Πολ. (441C.), ἔνθα τὰ πλεῖστα τῶν χειρογράφων ἔχουσιν ἀκρόχολος, ἐνῷ ἐν Νόμ. 731D, 791D, ἀναγινώσκομεν ἀκράχ-· πρβλ. Εὐστ. 1243. 23, 1735. 46. Ὁ ἀρχικὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο ἀκράχολος, οὗτος δὲ πιθανῶς προέκυψεν ἐκ συστολῆς τοῦ ἀκρατόχολος, ἴδε ἀκρητόχολος, καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 664, ὅτε δὲ αὕτη ἡ ἔννοια ἐλησμονήθη, ὁ τύπος ἀκρόχολος βαθμηδὸν εἰσήχθη).

French (Bailly abrégé)

ou ἀκρόχολος;
ος, ον :
1 emporté, passionné;
2 blême.
Étymologie: ἄκρος, χολή.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾱ-]
1 irascible, de mal genio de pers., Ar.Eq.41, Pl.R.411c, ἀ. καὶ κυνώδης πρὸς ἅπαντας Phld.Lib.3b.4, tb. ἤθη Pl.Lg.791d, Ph.1.389, de anim. κύων ἀ. Ar.Fr.608, μέλισσα Epin.1.7.
2 espinoso ἀχέρδου τῆς ἀκραχολωτάτης Pherecr.174.
3 altamente excitado ὑπαὶ δείους Theoc.24.61, cf. ἀκρόχολος.