ἀποτίκτω
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
A bring to the birth, Pl.Tht.150c, 182b, Arist.HA544a3, al.:—Pass., ib.10, Philostr.VA1.5, Iamb.Comm.Math.4; χθονὸς ἧς ἀπετέχθην IG9(1).882.5 (Corcyra).
German (Pape)
[Seite 331] (s. τίκτω), gebären, hervorbringen, νοσήματα, αἰσθήσεις, Plat. Tim. 85 a Theaet. 182 b u. Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτίκτω: μέλλ. -τέξομαι, γεννῶ, παράγω. Πλάτ. Θεαίτ. 150C, 182Β, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 12, 1, κ. ἀλλ.: - Παθ., αὐτόθι 2, Φιλόστρ. 6· χθονός, ἧς ἀπετέχθην Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 261. 5.
Spanish (DGE)
1 dar a luz, procrear τὸν Μινώταυρον Ph.2.307, cf. 1.232, LXX 4Ma.14.16, ὅμοια τούτοις Placit.5.12.2 (= Emp.A 81), τὸν Ὠκεανόν Sch.A.Th.311a
•abs. ἐν ἡμέραις πέντε καὶ δέκα Arist.HA 544a3, S.E.M.5.28, Luc.DMar.11.1, Artem.1.14
•en v. pas. ἐπὶ χθονὸς ἧς ἀπετέχθην en la tierra de la que soy hijo, IG 9(1).882.5 (Corcira), cf. LXX 4Ma.13.21, Philostr.VA 1.5, S.E.M.5.100
•τὸ ἀποτικτόμενον la puesta de los huevos de la sepia, Arist.HA 544a10, τὰ ἀποτικτόμενα las criaturas, Apoc.Petr.Fr.3 p.12.31.
2 fig. de abstr. engendrar, producir, crear ὅταν ... μία σύστασις ... ψυχῆς καὶ σώματος ἀποτέκῃ μίαν μορφήν Pl.Epin.981a, cf. Iambl.Comm.Math.4 (p.17), νοσήματα Pl.Ti.85a, ψεῦδος ... ἡ διάνοια Pl.Tht.150c, cf. Ph.1.382, τὸ δίκαιον Plu.2.964c.