ἀσύμβλητος

From LSJ
Revision as of 12:18, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμβλητος Medium diacritics: ἀσύμβλητος Low diacritics: ασύμβλητος Capitals: ΑΣΥΜΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: asýmblētos Transliteration B: asymblētos Transliteration C: asymvlitos Beta Code: a)su/mblhtos

English (LSJ)

Att. ἀξ-, ον,

   A not addible, Arist.Metaph.1080b9; not comparable, ib.1055a7; ἀ. πρός τι or τινί, incomparable with, far superior to, Epicur.Ep.1p.31U., Fr.556, cf. Plu.2.1125c.    2 incommensurable, Theo Sm.p.73H.; indeterminate, μῆκος Gal.18(1).773.    3 of weights or measures, not true according to the standard, IG2.476.17.    II not to be guessed, unintelligible, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν S.Tr.694, cf. Ael.NA6.60.    III unsocial, ἄπλατον ἀξ. S.Fr.387.

German (Pape)

[Seite 380] 1) nicht zu vergleichen, ungleich, Arist. Metaph. 12, 8 Plut. adv. Col. 31; μέτρον, nicht geaicht, Inscr. 128, vgl. Böckh Staatsh. II p. 344. – 2) nicht zu errathen, unverständlich, Soph. Tr. 691 Ael. H. A. 6, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμβλητος: -ον, ὁ μὴ συγκρινόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ, νὰ παραβάλῃ πρὸς ἕτερον, ἀπαράβλητος, πλὴν τοῦ πάσας τὰς μονάδας εἶναι ἀσυμβλήτους Ἀριστ. Μεταφ. 12. 6, 2 καὶ 4· ἐπὶ μέτρων καὶ σταθμῶν, μὴ παραβεβλημένος, ἀσύμφωνος πρὸς τὸ πρότυπονἐπίσημον βάρος ἢ μέτρον, ὅπως μηθεὶς τῶν πωλούντων τι ἢ ὠνουμένων ἀσυμβλήτῳ μέτρῳ ἢ σταθμῷ χρῆται, ἀλλὰ δικαίοις Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 17· ἀσ. πρός... Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 83· πρβλ. κ. Ἡσύχ. ἐν λέξει. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, ἀκατάληπτος, δέρκομαι φάτιν ἄφραστον, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν Σοφ. Τρ. 694, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 60. ΙΙΙ. ἀσυνάντητος, ἀκοινώνητος, «ᾧ οὐκ ἔστιν ἀπαντῆσαι» (Εὐστ. 1405, 57), Σοφ. Ἀποσπ. 350.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on ne peut comparer avec, τινι;
2 qu’on ne peut conjecturer ou comprendre.
Étymologie: ἀ, συμβάλλω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀξύμ- S.Tr.694
I mal comparado, mal calibrado de pesos y medidas IG 22.1013.17.
II 1que no se puede comparar τὰ μὲν γὰρ γένει διαφέροντα ... ἀπέχει πλέον καὶ ἀσύμβλητα Arist.Metaph.1055a7
c. dat. ἔνια δὲ ὅλως ἀσύμβλητα τοῖς ἡμέροις ἐστί Thphr.HP 7.6.4, cf. Plu.2.1125c
c. πρός y ac. ἀσύμβλητος ... πρὸς τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους Epicur.Ep.[2] 83.3.
2 que no se puede conjeturar o adivinar ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν S.l.c.
que no se puede calcular, incalculable τὸ πλῆθος τό τ' ἐν τοῖς ἀρρωστήμασιν ὑπάρχον ... ἀσύμβλητον Arist.PA 677a11, μῆκος Gal.18(1).773, cf. Theo Sm.p.73.
3 que no admite trato, insociable de pers. ἄπλατον ἀξύμβλητον S.Fr.387.