αὐδή
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
Dor. αὐδά, ἡ,
A human voice, speech (but distd. fr. φωνή, Stoic. 2.44), μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐ. Il.1.249. 2 generally, sound or twang of the bow-string, καλὸν ἄεισε χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν Od.21.411; of a trumpet, E.Rh.989; of the τέττιξ, Hes.Sc.396; of the sound emitted by the statue of Memnon, Epigr.Gr.990.7 (Balbilla). II report, account, ἔργων ἀΐοντες αὐδήν S.OC240 (lyr.), cf. E.Supp.600 (lyr.), Hipp.567. 2 oracle, Id.IT976. 3 song, ode, Pi.N.9.4. (Cf. Skt. vadati 'speaks', v. ἀείδω.)
Greek (Liddell-Scott)
αὐδή: Δωρ. αὐδά, ἡ, ἀνθρωπίνη φωνή, λαλιά, ὁμιλία, ἀντίθετον τῷ ὀμφή, μέλιτος γλυκείων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249· πρβλ. αὐδήεις. 2) ὁ ἦχος ἢ ἡ κλαγὴ τῆς νευρᾶς τοῦ τόξου, πειρήσατο νευρῆς· ἡ δ’ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδὴν Ὀδ. Φ. 411· ὡσαύτως ὁ ἦχος τῆς σάλπιγγος, Εὐρ. Ρῆσ. 989· περὶ τοῦ τέττιγος Ἡσ. Ἀποσπ. 396: - ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ἐξέπεμπε τὸ ἄγαλμα τοῦ Μέμνονος, Ἐπιγραμμ. Ἑλλ. 990. 7· πρβλ. αὐδάω 1. 5. ΙΙ. λόγος, φήμη, ἔργων ἀΐοντες αὐδὴν Σοφ. Ο. Κ. 240, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 600, Ἱππ. 567. 2) χρησμός, Εὐρ. Ι. Τ. 976. 3) αὐδά τινος, ἆσμα ἢ ὕμνος πρὸς τιμήν τινος, Πινδ. Ν. 9. 10. (Πρβλ. Σανσκρ. vad (διαλέγεσθαι), ἴδε ἐν λ. ἀείδω· - τὸ δὲ va ἢ Fa πάσχει μετάθεσιν γραμμάτων ὡς ἐν τοῖς αὔξομαι, αὔρα, ἐκ τοῦ Σανσκρ. va (πνέω).)
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
bruit :
I. voix humaine, particul. son de la voix ; parole ; particul.
1 récit;
2 bruit, rumeur;
3 oracle;
II. bruit aigu ou sonore, particul.
1 cri;
2 bruit d’une corde d’arc, d’une trompette.
Étymologie: R. Ὑδ résonner ; cf. ἀείδω.
English (Autenrieth)
ῆς: voice, properly the human voice with reference to its pleasing effects; τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή, of Nestor as orator, Il. 1.249 ; θεοῖς ἐναλίγκιος αὐδήν, Phemius, the minstrel, Od. 1.371; said of a bird, ἣ δ (the bowstring) ὑπὸ κᾶλὸν ἄεισε, χελῖδόνι εἰκέλη αὐδήν, Od. 21.411.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): eol. αὔδα Sapph.1.6, Balbill.28.7; dór. αὐδά A.Pers.575, 942, A.245, Pi.N.9.4, E.Io 1446, Supp.600
I humana o divina
1 voz Ταλθύβιος δὲ θεῷ ἐναλίγκιος αὐδήν Il.19.250, cf. 4.430, 19.418, θεοῦ δέ τιν' ἔκλυον αὐδήν Od.14.89, ἐν δ' ἀνθρώπου θέμεν αὐδήν Hes.Op.61, μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Il.1.249, cf. Hes.Th.39, 97, τὰς ἐμὰς αὔδας ἀίοισα πήλοι Sapph.1.6, αὐδῇ δ' αὐτίκ' ἔξεστιν μαθεῖν S.OC 323, cf. E.Hipp.567, Theoc.21.21, A.R.3.458
•canto ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν θέσπιν Hes.Th.31, αὐδὰν μανύει (Χρόμιος) Pi.N.l.c., ἔμελψεν ἁγνᾷ ... αὐδᾷ A.A.244
•lamento, clamor τεῖνε τάλαιναν αὐδάν A.Pers.575, ἵετ' αἰανῆ πάνδυρτον ... αὐδάν A.Pers.942, τίν' αὐδὰν ἀύσω, βοάσω; E.Io 1446.
2 según el significado o la intención noticia ἔργων ἀκόντων ἀΐοντες αὐδάν S.OC 240, τίν' αὐδὰν τάνδε προσφέρεις νέαν; E.Supp.600
•oráculo αὐδὴν τρίποδος ἐκ χρυσοῦ λακών E.IT 976.
II de anim. e inanimados
1 voz, sonido de animales (τέττιξ) χέει αὐδήν Hes.Sc.396, del carnero αὐδὴν ἀνδρομένην προέηκε κακὸν τέρας A.R.1.257
•sonido, rumor ταὶ (las Sirenas) δ' ἄκριτον ἵεσαν αὐδήν A.R.4.911.
2 de inanimados: la cuerda del arco χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν Od.21.411, de instrumentos ὑπὸ λιγυρῶν συρίγγων ἵεσαν αὐδήν Hes.Sc.278, σάλπιγγος αὐ. E.Rh.144, 989, χαλκοῦ τ' αὐδὰν χθονίαν τύμπανά τ' ἔλαβε E.Hel.1346, de los Colosos de Memnón ὡς χάλκοιο τυπέντ[ο] ς ἴη Μέμνων ... αὔδαν ὀξύτονον Balbill.l.c., cf. Col.Memn.93.4 (I d.C.), 101.5.
• Etimología: v. ᾄδω.