κληδών

From LSJ
Revision as of 10:29, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληδών Medium diacritics: κληδών Low diacritics: κληδών Capitals: ΚΛΗΔΩΝ
Transliteration A: klēdṓn Transliteration B: klēdōn Transliteration C: klidon Beta Code: klhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, Ep. κλεηδών and κληηδών, (κλέω A)

   A omen, presage contained in a chance utterance, χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεύς Od. 18.117, 20.120; ὁ μὲν τῇ κ. οὐδὲν χρεώμενος (supr. φήμη) Hdt.5.72; κληδόνας τε δυσκρίτους ἐγνώρισ' αὐτοῖς A.Pr.486, cf. S.El.1110, Call.Epigr.1.14: in later Prose, κληδόνων ἀκούσονται LXX De.18.14 (v.l. -ονισμῶν), cf. Polystr.p.5 W.; μαντικὴ ἀπὸ κληδόνων Paus.9.11.7, cf. PMag.Oxy.886.22 (iii A.D.); δέχομαι τὴν κ. Luc.Laps.8: personified, in pl., Paus. l.c.; Φήμη καὶ Κ., = Lat. Aius Locutius, Plu.Cam. 30.    II tidings, κληηδὼν πατρός news of my father, Od.4.317: abs., report, rumour, ἐξ ἀμαυρᾶς κ. A.Ch.853, cf. Hdt.9.101; κληδόνες παλίγκοτοι A.Ag.863; κ. ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν, ὅτι . . And.1.130.    2 fame, repute, κ. ἀϋτεῖ A.Ag.927; glory, παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κ. σωτήριοι Id.Ch.505; κληδὼν καλή good report, S.OC258; κ. αἰσχρά E.Alc.315.    III invocation, λιτὰς δὲ καὶ κληδόνας πατρῴους A. Ag.228 (lyr.); κληδόνος βοή Id.Eu.397.    b shouting, S.Ichn. 232.    2 name, appellation, κ. ἐπωνύμους A.Eu.418.

German (Pape)

[Seite 1450] όνος, ἡ, ion. u. ep. κλεηδών, ep. auch κληηδών (κλέω, καλέω); 1) wie φήμη, die Vorbedeutung, die in einem Worte, einer Rede, einem Laute liegt; ἃς ἄρ' ἔφαν· χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεύς Od. 18, 117, wo die Freier vorher gesagt haben Ζεύς τοι δοίη ὅττι μάλιστ' ἐθέλεις, was Odysseus auf seinen Racheplan bezieht u. als eine günstige Vorbedeutung für diesen ansieht; vgl. 20, 120; so Her. 5, 72. 9, 91; κληδόνας δυσκρίτους ἐγνώρισ' αὐτοῖς Aesch. Prom. 484; vgl. Soph. El. 1099; in späterer Prosa, δέχομαι τὴν κληδόνα Luc. de lapsu in salt. 8; bei Plut. gen. gocr. 11 u. sonst falsch κλῃδών geschr., vgl. E. G. 294, 46. – 2) Ruf, Gerücht; ἤλυθον, εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις, Kunde vom Vater, Od. 4, 317; πολλὰς κλύουσαν κληδόνας παλιγκότους Aesch. Ag. 837; ἐξ ἀμαυρᾶς κληδόνος Ch. 840; vgl. Soph. Phil. 255; κληδὼν γὰρ ἦλθεν ἐς πόλιν Eur. Herc. Fur. 1166, wie ἡ κληδὼν αὕτη σφι εἰσέπτατο Her. 9, 101; παρὰ τοῖς παιδαρίοις καὶ γυναίοις κληδὼν ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατέσχεν Andoc. 1, 130. – Dah. auch Ruhm; παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι θανόντι Aesch. Ch. 498; τί δῆτα δόξης ἢ τί κληδόνος καλῆς μάτην ῥεούσης ὠφέλημα γίγνεται Soph. O. C. 259. Aber auch αἰσχρὰ κλ., Eur. Alc. 316. – Das Rufen, Nennen; πρόσωθεν ἐξήκουσα κληδόνος βοήν Aesch. Eum. 397; λιτὰς καὶ κληδόνας πατρῴους παρ' οὐδὲν ἔθεντο Ag. 228, das Anrufen des Vaters.

Greek (Liddell-Scott)

κληδών: -όνος, ἡ, Ἐπ. κλεηδὼν καὶ κληηδών· (κλέω Α)· ― οἰωνός, σημεῖον προαγγελτικόν, περιεχόμενον εἰς λέξιν τινὰ ἢ ἦχον, ὡς τὸ φήμη, λατ. omen, χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Σ. 117, πρβλ. Υ. 120· ὁ μὲν τῇ κληδόνι οὐδὲν χρεώμενος, (ἀναφερόμενος εἰς τὸ ἀμέσως προηγούμενον φήμη) Ἡρόδ. 5. 72· ἡ κληδὼν... σφι ἐσέπτατο (ἀνωτέρω: φήμη σφι ἐσέπτατο) ὁ αὐτὸς 9. 101· κληδόνας τε δυσκρίτους ἐγνώρισ’ αὐτοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 486, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1110, Καλ. Ἐπιγρ. 1. 14· παρὰ πεζογράφοις ἐν μεταγενεστ. χρόνοις, μαντικὴ ἀπὸ κληδόνων Παυσ. 9. 11, 7· δέχομαι τὴν κλ. Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν τῇ Προσ. Πταίσματος 8· προσωποπ. ἐν Πλουτ. Καμίλ. 30. ΙΙ. ὡς τὸ κλέος, φήμη, ἀγγελία, εἴδησις, κληηδὼν πατρός, εἰδήσεις περὶ τοῦ πατρός μου, Ὀδ. Δ. 317· ἀπολ., Ἡρόδ. 9. 101, καὶ Τραγ.· ἐξ ἀμαυρᾶς κληδόνος Αἰσχύλ. Χο. 853· κληδόνες παλίγκοτοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 863, 864· ὡσαύτως παρ’ Ἀνδοκ. 17. 10. 2) δόξα, φήμη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 927, Χο. 505, Σοφ. Ο. Κ. 258· ὡσαύτως, κλ. καλή, καλὴ φήμη, αὐτόθι· κλ. αἰσχρὰ Εὐρ. Ἄλκ. 315. ΙΙΙ. ἐπίκλησις, λιτάς τε καὶ πατρῴας κληδόνας Αἰσχύλ. Ἀγ. 228· κληδόνος βοὴ Εὐμ. 397. 2) ὄνομα, προσαγόρευσις, κλῆσις, ὀνομασία, κλ. τ’ ἐπωνύμους αὐτόθι 418.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
I. tout ce qu’on entend :
1 présage qu’on tire d’un mot, d’une réponse, d’un bruit;
2 bruit, rumeur : ἐξ ἀμαυρᾶς κληδόνος ESCHL d’après un bruit obscur ; κληηδὼν épq. πατρός OD nouvelles de mon père;
3 renommée ; en b. part bonne renommée, gloire ; en mauv. part mauvaise réputation;
II. action d’appeler :
1 appel, invocation;
2 nom, appellation.
Étymologie: κλέω.

Spanish

oráculo