ἄφρων

From LSJ
Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφρων Medium diacritics: ἄφρων Low diacritics: άφρων Capitals: ΑΦΡΩΝ
Transliteration A: áphrōn Transliteration B: aphrōn Transliteration C: afron Beta Code: a)/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A senseless, of statues, X. Mem.1.4.4:— and so, crazed, frantic, ἄφρονα κούρην Il.5.875, cf. 761, A.Eu.377 (lyr.); silly, foolish, Il.3.220, Hes.Op.[210], S.El.941, etc.; φρένας ἄ. Il.4.104; τὸ ἄ., = ἀφροσύνη, Th.5.105, X.Mem.1.2.55; τῶ φρονίμῳ τῆς γνώμης παύοντες τὸ ἄ. <τῆς ῥώμης> Gorg.Fr.6; ἐξ ἄφρονος σώφρων γεγένηται X.Cyr.3.1.17: Comp. -έστερος Pl.Cra.392c: Sup. -έστατος X.Mem.2.1.5. Adv. -νως senselessly, S.Aj.766, X.HG5.1.19; opp. νοῦν ἐχόντως, Isoc.5.7: Comp. -εστέρως Pl.La.193c; -έστερον Jul.Or.7.224d.    2 ἄφρων, = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78.

German (Pape)

[Seite 415] ον (φρήν), unverständig, thöricht, von Hom. an überall. Bei Plat. dem φρόνιμος entgeggstzt, Soph. 247 a u. öfter; τὸ ἄφρον, der Unverstand, Xen. Mem. 1, 2, 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφρων: -ον, γεν. ονος (φρὴν) στερούμενος φρενῶν, ἐπὶ ἀγαλμάτων, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 4: ― καὶ ἑπομένως παράφρων, μανιώδης, ἄφρονα κούρην Ἰλ. Ε. 875, πρβλ. 761, Αἰσχύλ. Εὐμ. 377, Σοφ. Ἠλ. 941· ἢ μωρός, ἀνόητος, Λατ. amens, Ἰλ. Γ. 220, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 208, κτλ.· φρένας ἀφρ. Ἰλ. Δ. 104· τὸ ἄφρον = ἀφροσύνη, Θουκ. 5. 105, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 55· ἐξ ἄφρονος σώφρων ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 17· πρβλ. ἀπόπληκτος. ― Συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἀφρονέστερος, -έστατος. ― Ἐπίρρ. ἀφρόνως, ἀνοήτως, Σοφ. Αἴ. 766, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
I. privé de sentiment;
II. qui a perdu la raison :
1 furieux, fou;
2 insensé, déraisonnable ; τὸ ἄφρον démence folie;
Cp. ἀφρονέστερος, Sp. ἀφρονέστατος.
Étymologie: ἀ, φρήν.

English (Autenrieth)

(φρήν): thoughtless, foolish.

English (Slater)

ἄφρων
   1 foolish m. pl. pro subs. πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74)

Spanish (DGE)

-ον
I adj.
1 de pers. insensato, sin juicio, tonto, estúpido τῷ (Pándaro) δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθεν Il.4.104, de Ulises Il.3.220, ἄνθρωπος A.Fr.392, cf. Hp.Morb.Sacr.7.7, Th.6.33, ἀνήρ LXX Pr.6.12, μηδ' ἄ. γένῃ Ar.V.729, de los gálatas, Call.Del.184, del alma, Plot.5.9.2, cf. Pl.Epin.976d, ἐγκέφαλος Nonn.D.10.26, sup. ἄδικοι καὶ ὑβρισταὶ καὶ ἀφρονέστατοι Pl.Lg.630b, de anim. τοῖς ἀφρονεστάτοις τῶν θηρίων X.Mem.2.1.5, de la parte del alma que se instala en una planta, Plot.5.2.2
esp. de estatuas sin seso εἴδωλα ἄφρονά τε καὶ ἀκίνητα X.Mem.1.4.4.
2 c. idea de violencia, de pers. insensato, loco, frenético κούρη Il.5.875, de Ares Il.5.761, de Electra, S.El.941, ἄ. δ' ὅς κ' ἐθέλῃ πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν Hes.Op.210, ἄφρονα Ῥοῖκον ἔολπα Call.Dian.221, esp. de un epiléptico, Hp.Vict.1.35
de pasiones o situaciones anímicas no dominadas por la razón insensato, irracional, loco οὐκ οἶδεν τόδ' ὑπ' ἄφρονι λύμᾳ A.Eu.377, βουλεύματα E.Ph.1647, λόγος E.HF 758, προθυμία E.HF 310, ref. a θάρρος y φόβος Pl.Ti.69d, λύσσα Nonn.D.5.331.
II subst.
1 τὸ ἄφρον sinrazón, insensatez τῷ φρονίμῳ τῆς γνώμης παύοντες τὸ ἄφρον τῆς ῥώμης Gorg.B 6, οὐ ζηλοῦμεν τὸ ἄφρον de los melios, Th.5.105, τὸ ἄφρον ἄτιμόν ἐστι X.Mem.1.2.55, ἐξ ἄφρονος σώφρων γεγένηται X.Cyr.3.1.17, τὸ ἄφρον τῆς διανοίας Pl.Phdr.265e, cf. dud. Diog.Oen.34.6.1.
2 ὁ ἄ. tb. sin art. insensato, necio σοφὸς ... πεδ' ἀφρόνων Pi.P.8.74, στόμα δ' ἀφρόνων ἀναγγελεῖ κακά LXX Pr.15.2, παιδευτὴς ἀφρόνων Ep.Rom.2.20, τῶν ἀφρόνων φρόνιμοι 2Ep.Cor.11.19, cf. Eu.Luc.11.40.
3 bot. τὸ ἄφρον otro n. de la cicuta Ps.Dsc.4.78.
III adv.
1 -ως insensatamente, sin sentido ἠμείψατο S.Ai.766, ἀ. ἔπλει X.HG 5.1.19.
2 -εστέρως del modo más insensato ἀ. ... οἱ τοιοῦτοι κινδυνεύουσιν Pl.La.193c
-έστερον en una correlación οὐκ ἀφρόνως μὲν ... ἀνελθόντες δὲ ... ἀ. ἐχρήσασθε Iul.Or.7.224d.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and φρήν; properly, mindless, i.e. stupid, (by implication) ignorant, (specially) egotistic, (practically) rash, or (morally) unbelieving: fool(-ish), unwise.