ἔνοχος

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνοχος Medium diacritics: ἔνοχος Low diacritics: ένοχος Capitals: ΕΝΟΧΟΣ
Transliteration A: énochos Transliteration B: enochos Transliteration C: enochos Beta Code: e)/noxos

English (LSJ)

ον,

   A = ἐνεχόμενος, held in, bound by, τοιαύταις δόξαις Arist. Metaph.1009b17; ταῖς εἰρημέναις βλάβαις Id.Pol.1337b17; [ἔθεσι γεροντικοῖς] Apollod.Com.7.2.    2 c. gen., connected with, κοιλίης Hp.Ep.23.    II as law-term, liable to, subject to, νόμοις, δίκαις, Pl.Lg.869b; τῇ γραφῇ X.Mem.1.2.64; τῇ κρίσει Ev.Matt.5.22; τῷ ὅρκῳ PRyl.82.14 (ii A. D.), etc.; τοῖς ἐπιτιμίοις τοῦ φόνου Antipho 4.1.6; ζημίαις Lys.14.9; ταῖς ἀραῖς D.19.201; δεσμῷ Id.51.4; ὅρκῳ PHib.1.65.22 (iii B. C.), etc.; ἔ. ἀνοίαις liable to the imputation of it, Isoc.8.7; ἁμαρτήμασι Aeschin.2.146; τοῖς αἰσχίστοις ἐπιτηδεύμασιν Id.1.185.    2 ἔνοχος ψευδομαρτυρίοις liable to action for .., Pl.Tht. 148b: c. gen., ἔ. τοῦ φόνου Antipho6.46; βιαίων, λιποταξίου (sc. δίκῃ, γραφῇ), Pl.Lg.914e, Lys.14.5; ἱεροσυλίας LXX 2 Ma.13.6; μοιχείας Vett. Val.117.10; ἔ. θανάτου liable to the penalty of death, D.S.27.4, Ev.Matt.26.66 (but θανάτῳ Wilcken Chr.13.11 (i A. D.)): c. inf., ἔ. ἔστω ἀποτῖσαι CIG2832.8 (Aphrodisias).    3 less freq. with Preps., ἔ. ἐν τοῖς αὐτοῖς Decr. ap. And.1.79; περὶ ταὐτά Arist.Rh.1384b2; ἔνοχοι ἔντω ἐνς Ἀθαναίαν IG4.554 (Argos, vi/v B. C.).    4 guilty, liable to the penalty for, ἔ. τῷ φόνῳ Antipho 1.11, Arist.Pol.1269a3, cf. Rh.1380a3: abs., Antipho4.1.1,6.17, Pl.Sph.261a, etc.    b of property, subject to liability, PMasp.312.86 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 851] darin festgehalten, unterworfen, schuldig; ὅπως μὴ τούτοις ἔνοχον σαυτὸν ποιήσῃς Plat. Lys. 266 b; bes. νόμῳ, dem Gesetz unterworfen, den das Gesetz mit seiner Strafe trifft, Legg. IX, 869 b; bestimmter mit Angabe der Anklagepunkte, τοῖς ψευδομαρτυρίοις Theaet. 148 b; ψόγῳ προδοσίας Legg. XI, 917 e; auch νόμοις ἔνοχον ἑαυτὸν καταστῆσαι, sich den Gesetzen unterwerfen, Dem. u. oft bei den Rednern, πᾶσι τούτοις Isocr. 4, 184, wie Xen. Hell. 7, 3, 8; οὐδενὶ τούτων Is. 6, 9; τῇ γραφῇ, der Klage verfallen, Dem. 24, 108; ἀσεβείᾳ ibd. 177; αἰσχίστοις ἐπιτηδεύμασιν Aesch. 1, 185, der sich den schmählichsten Lebenswandel hat zu Schulden kommen lassen; auch ταῖς μεγίσταις τιμωρίαις, Dem. 24, 120, den Strafen verfallen, wie διτταῖς δίκαις Plat. Legg. VIII, 843 a; τοῖς φόνου ἐπιτιμίοις Antiph. IV α 4; ζημίαις πάσαις Lys. 14, 9; ἐν τοῖς αὐτοῖς, derselben Strafe verfallen, Andoc. 1, 79. Bei Arist. rhet. 2, 6 οἱ ἔνοχοι περὶ ταῦτα. Das Verbrechen steht auch im gen. dabei, τῶν βιαίων ἔνοχος ἔστω Plat. Legg. XI, 914 e; λειποταξίου Lys. 15, 5; so schwankt bei Dem. 51, 4 die Lesart zwischen ἔνοχος δεσμῷ u. δεσμῶν, Letzteres ist von Bekker mit Recht verworfen; Arist. Oec. 2, 20 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνοχος: ον = ἐνεχόμενος, ὁ ἐχόμενος, κρατούμενος ἔν τινι, τοιαύταις δόξαις Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 10˙ ἔνοχόν ἐστι ταῖς εἰρημέναις βλάβαις ὁ αὐτ. Πολιτ. 8. 2, 5˙ μὴ καταφρόνει, Φιλῖν’, ἐθῶν γεροντικῶν, οἷς ἔνοχος, εἰς τὸ γῆρας ἂν ἐλθῃς, ἔσει Ἀπολλόδ. ἐν «Λακαίνῃ» 1. ΙΙ. ἐν δικανικαῖς φράσεσιν, ὑπεύθυνος, ὑποκείμενος εἴς τι, τῷ νόμῳ, Πλάτ. Νόμοι 869Β˙ ἐπιτιμίοις φόνου Ἀντιφῶν 125. 33˙ ζημίαις Λυσ. 140. 20˙ ταῖς ἀραῖς Δημ. 404. 5˙ δεσμῷ αὐτόθι 1229. 11˙ ὅπερ ἄξιόν ἐστι δεδιέναι, μὴ καὶ νῦν ἡμεῖς ἔνοχοι γενώμεθα ταύταις ταῖς ἀνοίαις Ἰσοκρ. 160Α, πρβλ. Αἰσχίν. 1. 185. 2) ἔνοχος ψευδομαρτυρίας, ὑποκείμενος εἰς καταγγελίαν ἐπὶ..., Πλάτ. Θεαίτ. 148Β˙ ἔν. τῷ φόνῳ, ὑποκείμενος εἰς τὴν κατηγορίαν τοῦ φόνου, Ἀντιφῶν 112. 38, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 20˙ - ἐντεῦθεν μετὰ γεν., ἔνοχος βιαίων, λιποταξίου (ἐξυπακουομ. δίκῃ, γραφῇ), ὑποκείμενος εἰς τιμωρίαν διὰ..., Ἀντιφῶν 147. 2, Πλάτ. Νόμοι 914Ε, Λυσίας 140. 1˙ ἔνοχος θανάτου, ὑποκείμενος εἰς τιμωρίαν διὰ θανάτου, Διοδ. Ἀποσπ. 571. 14, Καιν. Διαθ.: - μετ’ ἀπαρ., ἔνοχος ἔστω ἀποτῖσαι Συλλ. Ἐπιγρ. 2832. 8 (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Böckh). 3) σπανίως μετὰ προθ., ἔνοχος ἔν τινι παρ’ Ἀνδοκ. 11. 5˙ περί τινος Φίλιππ. παρὰ Δημ. 239. 4˙ περί τι Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 19˙ ὡσαύτως, τούτοις ἔν. ἐφ’ οἷς ὀργίζονται αὐτόθι 2. 2, ἐν τέλει. 4) ἀπόλ., ἔνοχος, Ἀντιφῶν 125. 20., 143. 22, Πλάτ. Σοφ. 261Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 assujetti à, asservi à : ζημίαις LYS sous le coup d’amendes;
2 exposé à ; particul. exposé à une accusation, accusé de : τινι ou περί τινος de qch.
Étymologie: ἐνέχω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): arcad. ἴνοχος IPArk.24.23 (Alifeira III a.C.)

• Grafía: graf. ἔνουχος PPetr.3.56b.17 (III a.C.)

• Morfología: [eol. ac. plu. ἐνόχοις IG 12(2).526d.16 (Ereso IV a.C.)]
I 1unido, bien sujeto a c. gen. ἔνοχα δὲ κοιλίης ... ἔντερα Hp.Ep.23, ἐπ' ἀγκύρης ἔνοχον βάρος εἰς ἅλα δύνων sumergiéndome en el mar en pos de un áncora pesada sujeta al fondo AP 7.506 (Leon.).
2 fig. sujeto a, presa de, dominado por creencias o circunstancias gener. neg., c. dat. τοιαύταις δόξαις γεγένηνται ἔνοχοι Arist.Metaph.1009b17, τὸ δὲ προσεδρεύειν λίαν ... ἔνοχον (ποιεῖ τὴν διάνοιαν) ταῖς εἰρημέναις βλάβαις Arist.Pol.1337b17, ἐθῶν γεροντικῶν οἷς ἔ., εἰς τὸ γῆρας ἂν ἔλθῃς, ἔσῃ Apollod.Com.7.2, ταύταις ταῖς ἀνοίαις Isoc.8.7, τοῖς ἐπιληπτικοῖς ἔ. víctima de crisis epilépticas Plu.Caes.17, ἔνοχοι τοῖς βακχικοῖς πάθεσι γυναῖκες Plu.2.291a, cf. Alex.2, τοῖς περὶ τὰς γυναῖκας ἐρωτικοῖς Plu.Cim.4, tb. c. gen. διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας Ep.Hebr.2.15.
II jur.
1 sujeto a la justicia de, sometido a, responsable de las consecuencias del delito ante c. dat. de la instancia que garantiza el castigo:
a) los dioses ὃς δ' ἂν ἀδικήσει τὸν κίονα ... ἔστω θεοῖς πᾶσιν ἔ. ITyriaion 27.27 (imper.), cf. RECAM 3.9.8 (Balbura, imper.), εἰ δὲ μὴ ἔ. ἔστω τῇ Μητρὶ Ὀρείᾳ Wiener Denkschr. 45.1897.54.79 (Enoanda), raro c. giro prep. αὐτοὶ ἔνοχοι ἔντο ἐνς Ἀθαναίαν que ellos mismos sean responsables ante Atenea, IG 4.554 (Argos VI/V a.C.);
b) las leyes πολλοῖς ἔ. ἔστω νόμοις ὁ δράσας τι τοιοῦτον Pl.Lg.869a, ἔνοχοι ἔστωσαν τῷ κατὰ τὸν τῆς οἰκονομίας νόμῳ IOropos 324.50 (III a.C.), cf. IG 12(2).l.c., IPArk.l.c.;
c) otras instancias τῷ συνεδρίῳ Eu.Matt.5.22, εἰσοίσει δὲ οὐθεὶς νεκρὸν ἀλλότριον, ἐπεὶ ἔνοχος ἔσται τῷ φίσκῳ δηναρίοις ͵α RECAM 4.73.9 (Iconion, imper.);
d) juramentos vinculantes ἔνοχοι μήτε τοῖς ὅρκοις οἷς ὤμοσαν οἱ Λακεδαιμόνιοι Plb.12.6b.9, en doc. legales en pap. ἢ ἔ. εἴην τῷ ὅρκῳ POxy.3912.23 (III d.C.), cf. PHib.83.9 (III a.C.), PPetr.l.c., ἔνοχοι ἐσόμεθα τῷ θείῳ ὅρκῳ καὶ τῷ περὶ τούτου κινδύνῳ SB 7685.13 (IV d.C.).
2 sujeto, expuesto a las consecuencias del delito, gener. c. dat.:
a) la pena o el castigo ἔνοχον ɛ̄ναι ζɛ̄μίᾳ IG 13.93.44 (V a.C.), cf. Lys.14.9, ἀποκτείνας τοῦ φόνου τοῖς ἐπιτίμοις ἔ. ἐστιν Antipho 4.1.6, ἔνοχοι δεσμῷ γεγόνασιν se han hecho reos de prisión D.51.4, θανάτῳ SIG 684.20 (Dime II a.C.), cf. IKibyra 2.18 (II a.C.), Wilcken Chr.13.11 (I d.C.), c. gen. ἔ. θανάτου Eu.Matt.26.66, cf. D.S.27.4, τῆς αἰωνίου κολάσεως Ath.Al.M.28.664C, c. giro prep. ἔνοχον εἶναι τὸν παραβαίνοντα ταῦτα ἐν τοῖς αὐτοῖς ... And.1.79;
b) un juicio, acusación o demanda (cf. tb. II 3) αἰκίας δίκαις ταῖς ἐσχάταις ἔ. ἂν γίγνοιτο Pl.Lg.869b, ἔ. ἐστιν ... γραφῇ παρανόμων Arist.Ath.45.4, cf. X.Mem.1.2.64, λιποταξίου (γραφῇ) Lys.14.5, cf. Arist.Oec.1349a19, ταῖς αὐταῖς αἰτίαις Gorg.B 11a.22, κρίνομες ... μὴ ἐνόχους Κλαζομενίους τοῖς ἐγ[κεκλη] μένοις SEG 29.1130bis.A.24 (Clazomenas II a.C.), ἔ. ἔσται τυμβωρυχίας ἐνκλήματι quedará expuesto a la acusación de violación de tumbas, IArykanda 121.12 (III d.C.), c. giro prep. περὶ ταὐτά Arist.Rh.1384b2;
c) maldiciones ταῖς ἐκ [τῶν] νόμων ἀραῖς ἔ. ἔστω Sokolowski 3.118.35 (Quíos IV a.C.), cf. D.19.201, RKilikien p.58 nota 1 (Cilicia II d.C.), πάσαις ἀραῖς Ph.1.527;
d) multas o sanciones τοῖς αὐτοῖς ἐπιτίμοις ἔνοχοι ἔσονται COrd.Ptol.22.28 (III a.C.), cf. ICr.3.3.3A.78 (Hierapitna III/II a.C.), IBeroeae 1B.39 (II a.C.), Luc.Sat.10, c. giro prep. ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιμίοις ἔνοχοι ἔστωσαν κατὰ τὸν μαστρικὸν νόμον FD 3.238.4 (II a.C.), c. gen. ὁ τελώνης τῷ παρακομίζοντι διπλοῦ ἔ. ἔστω que el aduanero deba al transportista el doble del valor de la mercancía SEG 39.1180.80 (Éfeso I d.C.).
3 expuesto a la acusación de, reo de gener. c. dat. del delito τοῖς αἰσχίστοις ἐπιτηδεύμασιν Aeschin.1.185, τοῖς ψευδομαρτυρίοις Pl.Tht.148b, τῷ φόνῳ Arist.Pol.1269a3, Antipho 1.11, cf. PTeb.960.10 (II a.C.), Paus.7.25.7, τὸ τέμενος καθαιρέτω ... ἢ ἔ. ἔστω τᾷ ἀσεβείᾳ Sokolowski 3.136.29 (Yaliso IV/III a.C.), cf. PSI 515.17 (III a.C.), Plu.Per.33, ἔνοχοι ἔστωσαν τῷ παρησπ[ο] νδηκέναι καὶ λελύκεν τὰ(ς) συνθήκας BCH 94.1970.638 (Malla III/II a.C.), τῇ ἱερ[οσο] υλίῃ IDarmezin 131.24 (Coronea III a.C.), cf. IBeroeae 1B.100 (II a.C.), φωρᾷ λείας PDryton 33.17 (II a.C.), δωροδοκίᾳ Ph.2.254, tb. c. gen. ἔνοχον εἶναι τοῦ φόνου Antipho 6.46, τῶν βιαίων ἔ. ἔστω Pl.Lg.914e, μοιχείας Vett.Val.111.23, c. giro prep. ὅπως ἔ. γένηται περὶ τοῦ φόνου PKöln 272.16 (III a.C.)
raro en uso abs. culpable op. καθαρός ‘inocente’, Antipho 4.1.1, cf. Pl.Sph.261a.
4 culpable de delito o pecado contra c. gen. de pers. o cosas ἔνοχοί σου LXX Is.54.17, ἔ. ἔσται τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ κυρίου 1Ep.Cor.11.27, γέγονεν πάντων ἔ. Ep.Iac.2.10.
5 sujeto a obligaciones legales ref. bienes, op. ἀγωγός ‘disponible’ πάντα ἐν καιρῷ τελευτῆς παρ' ἐμοῦ πράγματα καὶ ἀγωγὰ καὶ ἔνοχα PMasp.312.46 (VI d.C.).

English (Strong)

from ἐνέχω; liable to (a condition, penalty or imputation): in danger of, guilty of, subject to.