εὐπορία
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
ἡ, (εὔπορος)
A ease, facility, of doing a thing, c. inf., Emp.100.5; ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι Th.4.52: abs., ὅτε πολλὴ ὑμῖν εὐ. φαίνεται X.An.7.6.37: c. gen. rei, easy means of providing, τοῦ βίου Pl.Prt.321e; τοῦ καθ' ἡμέραν Th.3.82; also εὐ. ἐν τῇ τέχνῃ, ἐκ τῆς τέχνης, Lys.24.5; εὐ. τῆς τύχης Th.3.45; εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ ἑαυτοῦ τοὺς συμμάχους ποιεῖσθαι to make them a means of satisfying his brutal passions, Aeschin.1.107; ἡ παρ' ἀλλήλων εὐ. mutual assistance, Isoc.6.67. 2 plenty, abundance, opp. πενίη, Democr. 101; χρημάτων X.HG4.8.28; ἀγαθῶν Arist.Metaph.1091b26; ἡ περὶ τὸν βίον εὐ. Isoc.12.7; ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐ. Arist.Pol.1326b34: abs., welfare, X.Cyr.3.3.7; opp. ἀπορία, Arist.Pol.1279b27: in pl., advantages, Isoc.15.253, D.5.8; εὐπορίαι προσόδων Arist.Pol.1293a3; ἀρουραίη εὐ. rustic wealth, AP9.373.6; μιῆς ὄϊος καὶ βοὸς εὐ. consisting of one sheep or ox, ib.149 (Antip.); ἡ Εὐ. θεά SIG1111 (Piraeus, iii A.D.). II opp. ἀπορία, solution of doubts or difficulties, Pl.Phlb. 15c; opp. ἀμηχανία, X.Oec.9.1; ἡ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων Arist.Metaph.995a29; resourcefulness, Hp.Off.7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπορία: ἡ, (εὔπορος) τρόπος εὔκολος τοῦ ποιεῖν τι, εὐκολία, ἱκανότης, μετ’ ἀπαρ., Ἐμπεδοκλ. 347 εὐπ. ἦν ποιεῖσθαι Θουκ. 4. 52· ἀπολ., ὅτε πολλή ὑμῖν εὐπ. φαίνεται Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37· μετὰ γεν. πράγμ., τὸ πορίζεσθαι ἢ ἔχειν ἀφθόνως τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς εὐζωΐαν, τοῦ βίου Πλάτ. Πρωτ. 321Ε· τοῦ καθ’ ἡμέραν Θουκ. 3. 82· ὡσαύτως, εὐπ. ἔν τινι, εὐπ. ἔκ τινος Λυσ. 168. 29, 30· οὕτως, εὐπ. τῆς τύχης Θουκ. 3. 45· εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ ἑαυτοῦ τοὺς συμμάχους τοὺς ὑμετέρους ποιούμενος, ποιούμενος τοὺς ὑμετέρους συμμάχους ὄργανα τῆς ἑαυτοῦ βδελυρίας, Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχου 33, 3· ἡ παρ’ ἀλλήλων εὐπ., ἀμοιβαία βοήθεια, Ἰσοκρ. 129Ε· ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐπ. Ἀριστ. Πολιτικ.7. 5, 2. 2) ἀφθονία, χρημάτων Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28· ἀγαθῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 4, 8· ἡ περὶ τὸν βίον εὐπ. Ἰσοκρ. 234Β· ἀπολ., εὐτυχία, καλὴ κατάστασις, πλοῦτος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 7· ἀντίθετον τῷ ἀπορία, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 4· ἐν τῷ πληθ., πλεονεκτήματα, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 253, Δημ. 59. 2· εὐπορίαι τῶν προσόδων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 6, 5· ἀρουραία εὐπ, ἀγροτικὸς γεωργικὸς πλοῦτος, Ἀνθ. Π. 9. 373· μιῆς ὄιος καὶ βοὸς εὐπορία, συνισταμένη ἐκ μιᾶς «προβατίνας» καὶ ἑνὸς βοός, αὐτόθι 149. II. ἀντίθετον τῷ ἀπορία, λύσις ἀμφιβολιῶν καὶ δυσκολιῶν, θετικὴ γνῶσις, Πλάτ. Φίλ. 15C, Ξενοφ. Οἰκ. 9. 1· ἡ ὕστερον εὐπ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 2. III. Εὐπορία, ἡ, ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Ἄρτεμις ἐν Ρόδῳ, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 facilité pour faire qch, faculté de, inf. ; en gén. facilité, aisance, commodité;
2 abondance ; abs. abondance de ressources;
3 t. de philos. vue claire et distincte de qch, absence de doute, solution facile.
Étymologie: εὔπορος.
Ant. ἀπορία.