πνοή
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
ῆς, ἡ, Ep. πνοιή, always in Hom.; Dor. πνοά (v. infr.); Lyr. πνοιά Pi.O.3.31, B.5.28: (πνέω):—
A blowing, blast, πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων Il.17.55, cf. Od.4.839, Hes.Th.253,268; πνοιὴ Βορέαο Il.5.697:abs., blast, breeze, 11.622, 13.590, etc.; ὀλίγη π. a light breeze, Arr.Tact.34.4; π. βιαία a stiff breeze, ib.35.4; οἷον π. εἰς ἄλλο Plot.6.3.23; esp. to denote excessive swiftness, ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο along with, i.e.swift as, blasts of wind, Il.24.342, etc.; ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο 19.415; ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο Od.2.148; πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Il.12.207; ἅμα πνοιῇσι πετέσθην 16.149; imitated by Ar.Av.1396 (lyr.), ἅμ' ἀνέμων πνοαῖσι βαίην; freq. in Trag., ταχύπτεροι πνοαί A.Pr.88; πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι Id.Ag.192 (lyr.), cf.654, Ar.Nu.161, Arist.Mu.392b11, etc.; blast of bellows, Th.4.100. II breathing hard, panting, of horses, Il.23.380, S.El.719(pl.). 2 generally, breath, ἔμπνους μέν εἰμι . . καὶ πνοὰς . . πνέω E.HF1092; μητρὸς οἴχονται πνοαί Id.Or.421: metaph., πνοιὴ Ἡφαίστοιο the breath of Hephaestus, i.e. flame, Il.21.355; πυρὸς πνοᾷ E.Tr.815 (lyr.); πρὶν καταιγίσαι πνοὰς Ἄρεως A.Th. 63, cf. 115(lyr.); θεοῦ πνοαῖσιν ἐμμανεῖς E.Ba.1094; πνοαὶ Ἀφροδίτης Id.IA69; θυμοῦ πνοαί Id.Ph.454. III vapour, exhalation, σποδὸς προπέμπει πλούτου πνοάς, of a burning city, A.Ag.820; τηγάνου π. Eub. 75.8, cf. Antiph.217.7; λιβάνου πνοαί Anaxandr.41.37(anap.). IV breath of a wind-instrument, Αἰολῇσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν Pi.N.3.79; αὐλῶν π. Ar.Ra.313; σύριγγος πνοά E.Or.145 (lyr.).—Poet. (Pl.Cra. 419d is no exception), once in Th. and freq. in later Prose (v. supr.) for πνεῦμα.
German (Pape)
[Seite 641] ἡ, ep. u. ion. πνοιή, dor. πνοιά u. πνοά, das Wehen, Blasen, Hauchen, der Wind; oft bei Hom., theils allein, theils mit dem Zusatz ἀνέμων, Βορέαο, Ζεφύρου; ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο (s. ἅμα), u. πνοιαὶ ἀνέμων, Hes. Th. 253. 268. Auch das Schnauben, Athemholen, übh. der Athem, Il. 23, 380; πνοιὴ Ἡφαίστοιο, der Anhauch des Hephästus, die Lohe, der glühende Brodem des Feuers, 21, 355; ἀλλοῖαι πνοιαὶ ἄλλοτ' εἰσὶν ἀνέμων, Pind. P. 3, 104; auch Αἰολῇσιν ἐν πνοιαῖσιν αὐλῶν, N. 3, 79; ἃς θνητὸς οὐδεὶς εἰσιδὼν ἕξει πνοάς, Aesch. Prom. 802; συνθνήσκουσα προπέμπει πνοάς, Ag. 794; u. von den Winden, 185 u. öfter; Soph. El. 427; auch ἱππικαί, Schnauben, El. 709; πνοας πομπίμους, Eur. Hec. 1289, u. öfter; selten in Prosa, Plat. Crat. 419 d, Plut. Sert. 17. – Auch = Duft, Geruch.
Greek (Liddell-Scott)
πνοή: ῆς, ἡ Ἐπικ. πνοιή, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· Δωρ. πνοὰ καὶ πνοιά, ᾶς, Πίνδ. (πνέω)· ― ὡς καὶ νῦν, φύσημα, πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων Ἰλ. Ρ. 55, πρβλ. Ὀδ. Δ. 839, Ἡσ. Θ. 253. 268· πνοιὴ Βορέαο Ἰλ. Ε. 697· καὶ ἀπολ., φύσημα, αὔρα. Ἰλ. Λ. 622, Ν. 593, κτλ.· μάλιστα εἰς δήλωσιν μεγάλης ταχύτητος, ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο, ὁμοῦ μὲ τὴν πνοὴν τοῦ ἀνέμου, δηλ. ταχὺς ὡς ἄνεμος, Ω. 342, κτλ.· ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο Τ. 505· πέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο Ὀδ. Β. 148· πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Ἰλ. Μ. 207· ἅμα πνοιῇσι πετέσθην Π. 147· ὅπερ μιμεῖται ὁ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 1396, ἅμ’ ἀνέμων πνοαῖσι βαίην· συχν. παρὰ Τραγικ., ταχύπτεροι πνοαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 88· πνοαὶ δ’ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῦσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 192, πρβλ. 654, κτλ.· ― τὸ φύσημα τῶν φυσητήρων, Θουκ. 4. 100. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, ἰσχυρά, βαθεῖα ἀναπνοή, ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Ψ. 380, Σοφ. Ἠλ. 719· ― καθόλου, ἀναπνοή, ἔμπνους ἔτ’ εἰμὶ καὶ πνοάς... πνέω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1092· μητρὸς οἴχοντο πνοαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 421· ― μεταφορ., πνοιὴ Ἡφαίστοιο, δηλ. ἡ φλόξ, Ἰλ. Φ. 355· πυρὸς πνοιαὶ Εὐρ. Τρῳ. 815· πρὶν καταιγίσαι πνοὰς Ἄρεως Αἰσχύλ. Θήβ. 63, πρβλ. 115· θεοῦ πνοιαῖσιν ἐμμανεῖς Εὐρ. Βάκχ. 1094· πνοαὶ Ἀφροδίτης ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 69· θυμοῦ πνοαὶ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 454. ΙΙΙ. ἀτμός, ὀσμή, ἀναθυμίασις, σποδὸς προπέμπει πίονας πλούτου πνοάς, ἐπὶ καιομένης πόλεως καὶ τῶν ἐν αὐτῇ ὑπαρχόντων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 820· τηγάνου πνοῇ Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 8, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 7· λιβάνου πνοαὶ Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 37. IV. ἐπὶ πνευστοῦ ὀργάνου, Αἰολῇσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν Πινδ. Ν. 3. 137· αὐλῶν πνοὴ Ἀριστοφ. Βάτρ. 313· πνοά... δόνακος Εὐρ. Ὀρ. 145. ― Ἡ λέξις εἶναι ποιητικὴ (ἐν Πλάτ. Κρατ. 419D δὲν εἶναι ἐξαίρεσις), παρὰ δὲ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζογράφων εἶναι ἐν χρήσει μόνον ἡ λέξις πνεῦμα. ― Ἴδε Γ. Χατζηδάκι Βιβλιοκρισίαι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓϳ, σ. 530.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 souffle de vent ; ἅμα πνοιῇσι épq. IL avec le souffle du vent, aussi rapide que le vent;
2 haleine, respiration : πνοὴ Ἡφαίστοιο IL souffle d’Hèphæstos, càd souffle ardent du feu ; Ἀφροδίτης EUR souffle d’Aphrodite, càd de l’amour ; Ἄρεος ESCHL souffle d’Arès, càd de la guerre;
3 exhalaison, odeur.
Étymologie: πνέω.
English (Strong)
from πνέω; respiration, a breeze: breath, wind.