τράγος

From LSJ
Revision as of 17:52, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράγος Medium diacritics: τράγος Low diacritics: τράγος Capitals: ΤΡΑΓΟΣ
Transliteration A: trágos Transliteration B: tragos Transliteration C: tragos Beta Code: tra/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A he-goat, Od.9.239, Pi.Fr.201; opp. αἴξ (she-goat), Hdt.2.46, PCair.Zen.328.19 (iii B. C.), etc.; τῶν αἰγῶν τῶν τράγων Hdt.3.112; τράγος γένειον . . πενθήσεις you will mourn your beard like the goat in the proverb, A.Fr.207; Κιλίκιοι τράγοι, of longhaired men, Com.Adesp.806; of men, τράγου ὄζειν, τράγου πνεῖν, to smell like a goat, AP9.368 (Jul. Imp., perh. with play on signf. 111), 11.240 (Lucill.), cf. Gal.17(2).152.    2 the age when change of voice and other signs of puberty appear, Hp.Epid.6.4.21, Gal.UP14.7.    b the change of the voice which takes place at this age, dub. in PLond. 1821.150; cf. τραγάω, τραγίζω.    3 lewdness, lechery, Luc.Ep.Sat. 28.    II the male of the fish μαινίς, Arist.HA607b14, Clearch. 73, Gal.Vict.Att.8, Opp.H.1.108.    III spelt, Dsc.2.93, Sor. 2.44, Gal.15.455, Artem.1.68.    IV a rough kind of sponge, Arist.HA548b5, Dsc.5.120.    V among the Messenians, the wild fig, = ἐρινεός, Paus.4.20.2, cf. Orac. ap. D.S.8.21 (where perh. = goat).    2 = ἐφέδρα 111, Dsc.4.51, Plin.HN13.116, 27.142.    3 stinking nard, Valeriana saxatilis, Dsc.1.8.    VI part of the ear (cf. ἀντίτραγος), Poll.2.85,86, Ruf.Onom.44.    VII a kind of light Lycian ship, Poll.1.83.    VIII a kind of comet, Lyd.Ost. 10b.    2 a constellation of the δωδεκάωρος, Teucer in Cat.Cod. Astr.7.204, 8(4).198, Id. in Boll Sphaera 48.

German (Pape)

[Seite 1133] ὁ, 1) der Bock; der Ziegenbock; Od. 9, 239; οἱ τράγοι τῶν αἰγῶν, Her. 3, 112. – 2) der dem Bocksgeruch ähnliche Gestank unter den Achseln, und die Zeit dieses Bocksgeruchs. – 3) die Geilheit, Hippocr., Galen., die Zeit des τραγᾶν. – 4) ein kleiner Seefisch; Opp. Hal. 1, 108; ἰχθύδιον, Ath. VIII, 332 d. – 5) eine von Weizen, Spelt oder Olyra gemachte Graupenart, Grütze, VLL. – 6) Name mehrerer Pflanzen, Diosc. Auch eine Art Schwämme, Arist. H. A. 5, 16.

Greek (Liddell-Scott)

τράγος: [ᾰ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατιν. hircus, Ὀδ. Β. 239, Πινδ. Ἀποσπ. 212, καὶ Ἀττ.· πλῆρες: τῶν αἰγῶν οἱ τράγοι Ἡρόδ. 3. 112, πρβλ. 2. 46· τράγος, γένειον... πενθήσεις, τράγε, πρόσεχε μὴ καύσῃς τὰ γένεια σου, καὶ οὕτω πενθήσῃς δι’ αὐτά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 190 Κιλίκιοι τράγοι, ἐπὶ ἀνδρῶν μακρὰν καὶ δασεῖαν ἐχόντων γενειάδα, καὶ ἐπὶ τῶν δασυτάτων καὶ θρασυτάτων καὶ ἀγροίκων, Κωμικ. Ἀνών. 215· ― ἐπὶ ἀνδρῶν, τράγου ὄζειν, τράγου πνεῖν, ἐκπέμπει ὀσμὴν οἵαν ὁ τράγος, Ἀνθ. Π. 9. 368., 11. 240· ― ὅθεν, 2) ἡ πρὸς τὴν ὀσμὴν τοῦ τράγου ὁμοιάζουσα ὀσμὴ τῶν μασχαλῶν, Λατιν. hircus alarum, Γαλην.· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 853, Εἰρ. 81.1, καὶ ἴδε τραγομάσχαλος. 3) ἡ ἡλικία καθ’ ἣν ἡ ὀσμὴ αὕτη καὶ ἄλλα σημεῖα τῆς ἥβης ἀναφαίνονται, Ἱππ.· ἴδε Foës Oecon.· ― ὡσαύτως, ἡ κατὰ τὴν ἡλικίαν ταύτην γινομένη μεταβολὴ τῆς φωνῆς, Greenhil. εἰς Θεόφιλ. σελ. 232. 7, πρβλ. τραγάω, τραγίζω. 4) λαγνεία, αἰσχρότης, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 28. ΙΙ. τὸ ἄρρεν τοῦ ἰχθύος μαινίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 3, πρβλ. Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332D, Ὀππ. Ἁλ. 1. 108. ΙΙΙ. μῖγμά τι ἐκ χονδροαλασμένου σίτου, ὀλύρας, κτλ., Λατιν. tragus, Διοσκ. 2. 115, Γαλην., πρβλ. τραγανός. IV. εἶδος σπόγγου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 3, Διοσκ. 5. 138. V. ὄνομα πολλῶν φυτῶν· παρὰ τοῖς Μεσσηνίοις ἡ ἀγρία συκῆ, ἄλλως ἐρινεός, Παυσ. 4. 20, 2, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σελ. 11· ― ὡσαύτως ὡς τὸ τραγανός, φυτόν τι ἀκανθῶδες, = σκορπίος, Διοσκ. 4. 51, Πλίν. VI. μέρος τοῦ ἐσωτερικοῦ ὠτὸς (πρβλ. ἀντίτραγος), «τοῦ δὲ κοίλου τὸ μὲν ὑπὸ τὸ πέρας τοῦ κροτάφου ὑπανεστηκὸς εἰς τὸ ἔσω νεῦον τράγος, τὸ δὲ ἀντικείμενον ἀντίτραγος» Πολυδ. Β΄, 85, 86. VIII. εἶδος ἐλαφροῦ πλοίου, «ἔστι δέ τινα πλοῖα Λύκια λεγόμενα κριοὶ καὶ τράγοι» ὁ αὐτ. Α΄, 83. (Ἐκ τοῦ τραγεῖν, τρώγω, πρβλ. τὸ τοῦ Ὀβιδίου rode, caper, vilem).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bouc, animal;
2 p. ext. ou p. anal. puberté, premiers désirs des sens ; p. ext. lubricité.
Étymologie: DELG τραγεῖν.

English (Autenrieth)

he-goat, pl., Od. 9.239†.

English (Slater)

τρᾰγος
   1 he goat Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3.

Spanish

macho cabrío

English (Strong)

from the base of τρώγω; a he-goat (as a gnawer): goat.