πρόθεσις

From LSJ
Revision as of 18:00, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόθεσις Medium diacritics: πρόθεσις Low diacritics: πρόθεσις Capitals: ΠΡΟΘΕΣΙΣ
Transliteration A: próthesis Transliteration B: prothesis Transliteration C: prothesis Beta Code: pro/qesis

English (LSJ)

εως, ἡ, (προτίθημι)

   A placing in public; of a corpse, laying it out (cf. προτίθημι 11), Pl.Lg.947b, 959a, 959e, D.43.64.    2 public notice, αἱ π. τῶν ἀναγεγραμμένων Arist.Pol.1322a9.    3 statement of a case, Id.Rh.1414b8; ὑπέρ τινος τὴν πρόθεσιν ποιήσασθαι Id.Cat. 11a21; theme, thesis, Phld.Rh.1.36, al. S.: generally, proposition, statement, D.H.Amm.2.2.    4 πρόθεσιν ποιεῖσθαι ἐπὶ ταῖς . . προσόδοις to make payment in advance, IPE12.32A41 (Olbia, iii B.C.).    5 offering, PCair.Zen.328.75 (iii B.C.), Gauthier et Sottas Decret trilingue (iii B.C.), Call.Fr.1.13 P., OGI90.48 (ii B.C.), UPZ149.21,31 (ii B.C.): esp. in VT and NT, οἱ ἄρτοι τῆς π. the loaves laid before, shew-bread, LXX 1 Ki. 21.6(7), Ev.Matt.12.4; ἡ π. τῶν ἄρτων Ep.Hebr.9.2, cf. Ph. 2.294; ἡ τράπεζα τῆς π. LXX 2 Ch.29.18.    II purpose, end proposed, ἐπαινῶ σὴν π. SIG22.14 (Magn. Mae., Epist. Darei), cf. Philipp. ap.D.18.167, Arist.APr.47a5, Cleanth.Stoic. 1.131, Plb.5.35.2, Arr. Epict.1.21.2, etc.; π. βίων Adam.Phgn.1.2; defined as σημείωσις ἐπιτελέσεως, Stoic.3.41; κατὰ πρόθεσιν purposely, Plb.12.10.6; τὰ κατὰ π. φύντα Ph.2.144; τὰ κατὰ τὴν π. Plb.1.54.1, cf. PTeb.27.81 (ii B.C.).    2 goodwill, π. ἔχειν πρὸς ἔθνος, ὑπὲρ τῶν πολιτῶν, Plb. 4.73.2, OGI765.44 (prob. l., Priene).    III supposition, calculation, Plb.6.32.1, 12.21.6.    IV Gramm., preposition, Chrysipp.Stoic.2.45, D.T.634.5, D.H.Comp.2, A.D.Synt.305.24, Pron.64.5.    2 prefixing, placing first, Id.Synt.311.1, Pron.58.16.    3 π. καὶ πτῶσις perh.stem (or root) and ending, Phld.Po.2.18.    V = προθεσμία, interpol. in Suid.

German (Pape)

[Seite 723] ἡ, das Vorstellen, Ansstellen, bes. der Leichen, Plat. Legg. XII, 959 ae; τῃ προθέσει τοῦ τετελευτηκότος παρεῖναι, Dem. 43, 64. – Der Vorsatz, Entschluß, Wille, Pol. oft, τὰ κατὰ τὴν πρόθεσιν ἀπετέλεσεν, 1, 54, 1; κατὰ πρόθεσιν ἐψευσμένος, mit Vorsatz, 12, 11, 6; auch ἡ πρόθεσις, ἣν ἔχει τις πρός τινα, 4, 73, 2, Gesinnung, Geneigtheit; Sp. – Auch öffentliche Bekanntmachung, wie πρόθεμα. – Auch Aufstellen eines Themas zur Besprechung, Arist. categ. 8, 38 rhet. 3, 13. – Bei den Gramm. die Präposition.

Greek (Liddell-Scott)

πρόθεσις: ἡ, (προτίθημι) τὸ προτιθέναι τι· ― ἐπὶ νεκροῦ, δημοσία ἔκθεσις αὐτοῦ (πρβλ. προτίθημι ΙΙ), Πλάτ. Νόμ. 947Β, 959Α, Ε, Δημ. 1071. 21, κτλ. 2) δημοσίᾳ γινομένη δήλωσιςἀγγελία, ἡ πρ. τῶν ἀναγεγραμμένων Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 10. 3) ἡ ἔκθεσις τῆς ὑποθέσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 13, 2· πρόθεσιν ποιεῖσθαι ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 8. 38. 4) πρόθεσιν ποιεῑσθαι ἐπὶ ταῖς… προσόδοις, προπληρωμήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 41. 5) οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως, οἱ ἄρτοι οἱ τιθέμενοι ἐπὶ τῆς τραπέζης τῆς πρὸ τῆς εἰσόδου εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 4· ἡ πρ. τῶν ἄρτων Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. θ΄, 2· πρβλ. Ἑβδ. (Λευιτ. ΚΔ΄, 5 κἑξ.). 6) ἡ ἐπίθεσις τοῦ ἄρτου τῆς μεταλήψεως ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης, Ψευδο-Χρυσ. ΧΙΙ, 780Α, κλπ. 7) θέσις πρὸς τὸ βόρειον μέρος τοῦ ἁγίου βήματος ἔνθα γίνεται ἡ ἀρχὴ τῆς μυσταγωγίας τοῦ τιμίου ἄρτου τῆς μεταλήψεως, Ψευδο-Χρυσ. ΧΙΙ, 777C, Σωφρ. 3984Β, κλπ. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ προκείμενος σκοπός, πρόθεσις, Φίλιππ. παρὰ Δημοσθ. 284. 13, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 32, 2, κτλ· κατὰ πρόθεσιν, ἐπίτηδες, μὲ τὴν πρόθεσιν, Πολύβ. 12. 11, 6· τὰ κατὰ τὴν πρ. ὁ αὐτ. 1. 54, 1· πρ. ἔχειν πρός τινα ὁ αὐτ. 4. 73, 2 ΙΙΙ. ὑπόθεσις, ὑπολογισμός, Πολύβ. 6. 36, 1, 12. 21, 6. IV. = προθεσμία, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 50. 1, Σουΐδ. V. παρὰ τοῖς Γραμματ. ὡς καὶ νῦν, ἓν ἐκ τῶν μερῶν τοῦ λόγου, ἡ πρόθεσις, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 5. Πλούτ. 2. 1009C, Διονύσ. Θρ. 634, Τρύφ. 34, 35, κλπ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de placer devant, d’où
1 exposition publique (d’un corps);
2 ce qu’on se propose, projet, dessein, intention;
3 t. de philos. ou de rhét. proposition à développer, à discuter;
4 t. de gramm. préposition.
Étymologie: προτίθημι.

English (Strong)

from προτίθεμαι; a setting forth, i.e. (figuratively) proposal (intention); specially, the show-bread (in the Temple) as exposed before God: purpose, shew(-bread).

English (Thayer)

προθέσεως, ἡ (προτίθημι);
1. the setting forth of a thing, placing of it in view (Plato, Demosthenes, Plutarch); οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως (Vulg. panes propositionis), the showbread, the Sept. for הַפָנִים לֶחֶם (הַמַּעֲרֶכֶת לֶחֶם (Winer, RWB, under the word Schaubrode; Roskoff in Schenkel see p. 213 f; (Edersheim, The Temple, chapter ix., p. 152ff; BB. DD.)): οἱ ἄρτοι τοῦ προσώπου, namely, Θεοῦ, ἄρτοι ἐνωπιοι, ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων (the rite of) the setting forth of the loaves, a purpose (Aristotle), Polybius, Diodorus, Plutarch): τῇ προθέσει τῆς καρδίας, with purpose of heart, Acts 11:23.