κατοπτρίζω
ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)
English (LSJ)
A show as in a mirror or by reflexion, τοῦ-ίζοντος [τὴν ἶριν] ἀστέρος Placit.3.5.11:—Pass., to be mirrored, Anon.Oxy.1609.19. II Med., look into a mirror, behold oneself in it, Zeno Stoic.1.66, S.E.P.1.48, Ath.15.687c, etc. 2 behold as in a mirror, ἰδέαν Ph.1.107; δόξαν Κυρίου 2 Ep.Cor.3.18 (but here perh.reflect).
German (Pape)
[Seite 1404] zurückspiegeln, κατοπτρίζων ὁ ἥλιος τὴν ἶριν Plut. plac. philos. 3, 5. – Med. sich im Spiegel besehen, sich spiegeln; Ath. XV, 687 c; D. L. 3, 39 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατοπτρίζω: δεικνύω ὡς ἐν κατόπτρῳ ἢ δι’ ἀνακλάσεως ἀπεικονίζω, παριστῶ, ὁ ἥλιος κ. τὴν ἶριν Πλούτ. 2. 894D. ΙΙ. Μέσ., θεωρῶ εἰς κάτοπτρον, ἐμβλέπω καὶ παρατηρῶ ἐμαυτόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 48· μύρῳ ἀλειφομένην καὶ κατοπτριζομένην Ἀθήν. 687C, κτλ.·― οὕτως ἐν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. γ΄, 18, κατοπτριζόμενοι τὴν δόξαν, δύναται νὰ σημαίνῃ: θεωροῦντες ὡς ἐν κατόπτρῳ, ἀλλὰ κάλλιον ἁρμόζει πρὸς τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου νὰ ἑρμηνεύσωμεν: ἀντανακλῶντες τὴν δόξαν.
French (Bailly abrégé)
montrer comme dans un miroir, acc..
Étymologie: κάτοπτρον.
English (Thayer)
(κάτοπτρον a mirror), to show in a mirror, to make to reflect, to mirror: κατοπτριζων ὁ ἥλιος τήν ἰριν, Plutarch, mor., p. 894f. (i. e. de plac. philos. 3,5, 11). Middle present κατοπτρίζομαι; to look at oneself in a mirror (Artemidorus Daldianus, oneir. 2,7; Athen. 15, p. 687c.; (Diogenes Laërtius 2,33; (7,17)); to behold for oneself as in a mirror (Winer s Grammar, 254 (238); Buttmann, 193 f (167)): τήν δόξαν τοῦ κυρίου, the glory of Christ (which we behold in the gospel as in a mirror from which it is reflected), Philo, alleg. leg. iii., § 33 μηδέ κατοπτρισαιμην ἐν ἄλλῳ τίνι