προσανατίθημι

Revision as of 18:03, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

English (LSJ)

   A offer or dedicate besides, δηνάρια πεντακισχίλια CIG 2782.44 (Aphrodisias); τῷ θεῷ -τεθεικὼς ἅπαντα Jul.ad Them.267b; τὴν παρθενίαν θεῷ Suid. s.v. Πουλχερία:—Med., take an additional burden on oneself, X.Mem.2.1.8; but π. τινί τι contribute of oneself to another, Ep.Gal.2.6.    2 ascribe, τινί τι Porph. ap. Eus.PE3.11.    II προσανατίθεσθαί τινι take counsel with one, Chrysipp.Stoic.2.344, Phld.Vit.p.31 J., Ep.Gal.1.16, Luc.JTr.1; τοῖς μάντεσι περί τινος D.S.17.116; refer a matter for consideration, PTeb.99.5 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 750] (s. τίθημι), noch dazu eine Last auflegen, τινί τι, med. sich noch dazu eine Last auflegen lassen, sie übernehmen, τί, Xen. Mem. 2, 1, 8; – τινί, sich Einem anvertrauen, ihn um Rath fragen, τοῖς μάντεσι, D. Sic. 17, 116; Luc. Iov. Trag. 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσανατίθημι: ἀνατίθημι, ἀφιερῶ προσέτι, δηνάρια, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 44· τὴν παρθενίαν τῷ θεῷ προσανέθηκε Σουΐδ. ἐν λ. Πουλχερία. ― Μεσ., ἀναλαμβάνω πρόσθετον βάρος, ἀλλὰ προσανατίθεσθαι καὶ τὸ τοῖς ἄλλοις πολίταις ὧν δέονται πορίζειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 8· ἀλλά, ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο, διότι εἰς ἐμὲ οἱ ἐπισημότεροι οὐδὲν περισσότερον προσέθηκαν, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 6. ΙΙ. προσανατίθεμαί τινι, συσκέπτομαι μετά τινος, Χρύσιππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. νεοττός, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 1, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. α΄, 16· τινι περί τινος Διόδ. 17. 116.

French (Bailly abrégé)

f. προσαναθήσω, ao. προσανέθηκα, etc.
reporter à, attribuer à, rég. ind. au dat.
Moy. προσανατίθεμαι;
1 se charger en outre de, acc.;
2 en référer à, demander conseil à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνατίθημι.

English (Strong)

from πρός and ἀνατίθεμαι; to lay up in addition, i.e. (middle voice and figuratively) to impart or (by implication) to consult: in conference add, confer.

English (Thayer)

2nd aorist middle προσανεθέμην;
1. to lay upon in addition (cf. πρός, IV:2).
2. Middle,
a. to lay upon oneself in addition: φορτον, Pollux 1,9, 99; to undertake besides: τί, Xenophon, mem. 2,1, 8.
b. with a dative of the person to put oneself upon another by going to him (πρός), i. e. to commit or betake oneself to another namely, for the purpose of consulting him, hence, to consult, to take one into counsel (A. V. confer with), (Diodorus 17,116 τοῖς μαντεσι προσαναθεμενος περί τοῦ σημείου; Lucian, Jup. trag. § 1 ἐμοί προσαναθου, λαβέ με σύμβουλον πόνων), to add from one's store (this is the force of the middle), to communicate, impart: τί πινι Galatians 2:6.