εὐκαιρία
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A good season, opportunity, τὴν εὐ. διαφυλάττειν Isoc.12.34; ἀπολαύειν τῆς εὐ. Phld.D.3Fr.89; εὐκαιρίαν ζητεῖν ἵνα . . Ev.Matt.26.16; εὐ. τοῦ ἐλθεῖν PMich. in Class.Phil.22.250 (ii A.D.); leisure, Hp.Ep.17,23; κατὰ πολλὴν εὐ. καὶ σχολήν D.H. Comp.23—a usage condemned by Phot. and Suid.s.v. σχολή. II appropriateness, opp. ἀκαιρία, Pl.Phdr. 272a; μεταφορᾶς, στίχων, Plu.2.16b,736f. 2 convenient situation, τῶν πόλεων Plb.16.29.3, cf.4.44.11, Ph.1.4. 3 opportune supply, ὑδάτων, of rainfall or irrigation, Thphr.CP3.23.4 (pl.), D.S.1.52. III wealth, prosperity, αἱ τῶν βίων εὐ. Plb.1.59.7, cf.13.9.2 (cj.), etc.; εὐ. οὐκ ἔχει he has no property, BGU665ii4 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1073] ἡ, die rechte, schickliche Zeit, Ggstz ἀκαιρία, Plat. Phaedr. 272 a; τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν ὑπὲρ ὧν ἂν ἀεὶ τυγχάνῃ διαλεγόμενος, dem bloßen εὐπορία entgegengesetzt, das was sich schickt, was die rechte Zeit ist zu sagen; Sp., κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν D. Hal. C. V. p. 181; – τῶν πόλεων, die rechte, passende Lage, Pol. 29, 3. – Reichthum, Glück, κεκολακευκέναι τὴν Ἀγαθοκλέους εὐκαιρίαν Pol. 15, 31, 7, öfter; κατὰ τὰς τῶν βίων εὐκαιρίας, nach seinem Vermögen, 1, 59, 7; μεγάλην εὐκαιρίαν ἔχειν παρά τινι, große Macht, Einfluß haben, 31, 21, 3.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαιρία: Ἰων. -ίη, ἡ, κατάλληλος, ἐπιτήδειος καιρός, εὐκαιρία, τὴν εὐκ. διαφυλάττειν Ἰσοκρ. 239F, Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α: - ἀφθονία χρόνου, σχολή, Ἱππ. Ἐπιστ. 1281. 13: (τὴν χρῆσιν ταύτην ἀποδοκιμάζουσιν ὁ Φρύν. καὶ Μοῖρις, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. σχολή). ΙΙ. καταλληλότης, ἁρμοδιότης, Πλούτ. 2. 16Β, 736F. 2) ἐπίκαιρος τοποθεσία, τῶν πόλεων Πολύβ. 16. 29, 3· ΙΙΙ. πλοῦτος, εὐημερία, ὁ αὐτ. 1. 59, 7, κτλ.· ἀφθονία, τῶν ὑδάτων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23, 4, Διόδ. 1. 52.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
opportunité :
1 moment favorable;
2 convenance.
Étymologie: εὔκαιρος.
English (Strong)
from εὔκαιρος; a favorable occasion: opportunity.
English (Thayer)
εὐκαιρίας, ἡ (εὔκαιρος), seasonable time, opportunity: ζητεῖν εὐκαιρίαν, followed by (ἵνα Buttmann, 237 (205)), τοῦ with an infinitive Sept.; in Greek writings first in Plato, Phaedr., p. 272a.)