ὠμογέρων
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ,
A a fresh, active old man, Il.23.791, Megasth. ap. Arr.Ind.9.7 (pl.), AP7.363.9, Gal.6.379, cf. Hsch. II one untimely old, as expl. of the Ep. ὠμὸν γῆρας (v. ὠμός 11.3), EM821.48: so as Adj., βόστρυχος ὠ. AP5.263 (Paul.Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμογέρων: -οντος, ὁ, ὁ ἔτι ἀκμαῖος γέρων μὲν ἀλλὰ ζωηρὸς ἔτι, Ἰλ. Ψ. 791, Μεγασθ. ἐν Ἀρρ. Ἰνδ. 9. 7 (Ἀποσπ. 23 Μūller), Ἀνθ. Π. 7. 3631, Γαλην. 6. 379· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλ. cruda viridisque senectus. II. ὁ προώρως γηράσας, μόνον παρὰ Γραμματ., ἕνεκα ἡμαρτημένης ἑρμηνείας τοῦ Ἐπικοῦ ὠμόν γῆρας (ἴδε ὠμὸς ΙΙ. 3)· ― ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. ἔχει τὴν σημασίαν ταύτην, οἷον βόστρυχος ὠμ. Ἀνθ. Π. 5. 264. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὠμογέρων· οἱ μὲν τὸν ἀρξάμενον γηράσκειν, ἔτι δὲ ἰσχύοντα· οἱ δὲ τὸν μὴ λευκαινόμενον τὴν κεφαλὴν, ὄντα δὲ πρεσβύτην».
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
1 vieillard encore vert;
2 vieux avant l’âge.
Étymologie: ὠμός, γέρων.
English (Autenrieth)
(ὠμός, cf. cruda senectus): fresh, vigorous old man, Il. 23.791†.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, ΜΑ
αυτός που έχει γεράσει πρόωρα
μσν.
ως επίθ. (για βοστρύχους) αυτός που έχει ασπρίσει πρόωρα
αρχ.
ακμαίος, ζωηρός γέροντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + γέρων.