χρυσώψ
From LSJ
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ,
A gold-coloured, shining like gold, θύρσος E.Ba.553 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1383] ῶπος, ὁ, ἡ, goldfarbig, glänzend wie Gold, s. χρυσώπης.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χρυσοῦ, λάμπων ὡς χρυσός, μόλε χρυσῶπα τινάσσων ἀνὰ θύρσον κατ’ Ὄλυμπον ἐ Εὐρ. Βάκχ. 553· οὕτω κληθεὶς (κατὰ τὸν Ἕρμαννον) ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ ἄνθους τοῦ κισσοῦ.
Greek Monolingual
-ῶπος, ὁ, Α
χρυσωπός, λαμπερός σαν χρυσάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ωψ (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. φοβερ-ώψ].