αίγλη

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source

Greek Monolingual

η (Α αἴγλη)
λάμψη, λαμπρότητα
νεοελλ.
επίσης γοητεία, μεγαλοπρέπεια, φωτοστέφανος αγίων (αλλ. δόξα ή άλως)
αρχ.
1. το φως του ήλιου ή του φεγγαριού
2. το φως της ημέρας, φέγγος
3. ακτινοβολία, στιλπνότητα, γυαλάδα, λάμψη
4. γυαλιστερό, αστραφτερό αντικείμενο, κόσμημα
5. φρ. «εἰς αἴγλαν ἔρχομαι», έρχομαι στο φως της ημέρας, γεννιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η ρίζα της λέξης αἰγ- (το –λᾶ/λη μπορεί να θεωρηθεί ως επίθημα) συνδέεται πιθανώς με τη ρίζα aiĝ- «κινούμαι ορμητικά» (πρβλ. ελλ. αἰγανέη, αρχ. ινδ. ejati «κινούμαι, ανεβαίνω» κ.ά.). Σε διαφορετική ετυμολογία οδηγεί η παραδοχή άμεσης ετυμολογικής σχέσεως μεταξύ δυο γνωστών επιθέτων του Απόλλωνος, τών «Ἀπόλλων Αἰγλάτας
» (Ανάφη) και «Ἀπόλλων Ἀσγελάτας» (Ανάφη, Θήρα). Αν τα δυο επίθετα είναι φωνητικές εξελίξεις κοινής ρίζας, τότε το αἴγλη θα πρέπει να παραχθεί από αρχ. τύπο ἄσγλᾶ (με διφθογγισμό αι από αντέκταση του α και σίγηση του -σ-), ο οποίος πιθανώς να συνδέεται με το γελᾶν(-γελᾶτας / -γλᾶτᾶς), που φαίνεται να έχει κάποια σχέση με το αἴγλη (πρβλ. Τ 362)].