Κρήτη
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
ἡ, Crete, Il.2.649, etc.: pl., Κρητάων εὐρειάων Od.14.199, 16.62: Κρήτηθεν or Κρήτηθε, from Crete, Il.3.233, Q.S.5.35<*>, Porph. Abst.2.21: Κρήτηνδε to Crete, Od.19.186.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
île de Crète.
Étymologie: Κρής.
Russian (Dvoretsky)
Κρήτη: дор. Κρήτα ἡ, эп. Κρῆται αἱ Крит (остров в Средиземном море) Hom., Hes. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Κρήτη: ἡ, γνωστὴ νῆσος, Ὅμ., ὅστις ἐν Ὀδ. Ξ. 199., Π. 62, μεταχειρίζεται καὶ τὸ πληθ. Κρητάων εὐρειάων· ‒ Κρήτηθεν, ἐκ Κρήτης, Ἰλ. Γ. 233· Κρήτηνδε, εἰς Κρήτην, Ὀδ. Τ. 186.
English (Autenrieth)
also pl. Κρῆται: Crete; epithets, ἑκατόμπολις, εὐρεῖα, Od. 19.172, 1.— Κρήτηνδε, to Crete, Od. 19.186 ; Κρήτηθεν, from Crete, Il. 3.233.
English (Strong)
of uncertain derivation; Crete, an island in the Mediterranean: Crete.
English (Thayer)
Κρήτης, ἡ, Crete, the largest and most fertile island of the Mediterranean archipelago or Aegean Sea, now called Candia: under the word.)
Greek Monotonic
Κρήτη: ἡ, η Κρήτη, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. πληθ. Κρητάων εὐρειάων, σε Ομήρ. Οδ.· Κρήτηθεν, από την Κρήτη, σε Ομήρ. Ιλ.· Κρήτηνδε, στην Κρήτη, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
Κρήτη, ἡ,
Crete, now Candia, Hom.; epic gen. pl. Κρητάων εὐρειάων Od.
Chinese
原文音譯:Kr»th 克雷帖
詞類次數:專有名詞(5)
原文字根:革哩底
字義溯源:革哩底;在愛琴海南端之一大島,保羅去羅馬時曾途經那島。字義:肉體的
出現次數:總共(5);徒(4);多(1)
譯字彙編:
1) 革哩底(4) 徒27:7; 徒27:13; 徒27:21; 多1:5;
2) 革哩底的(1) 徒27:12