λεπτόν

English (Strong)

neuter of a derivative of the same as λεπίς; something scaled (light), i.e. a small coin: mite.

German (Pape)

[Seite 30] τό, sc. νόμισμα, ein kleines Stück Geld, kleine Münze, N. T – Bei S. Emp. adv. astrol. 5 der sechszigste Teil eines Grades.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
1 (s.e. νόμισμα) petite pièce de monnaie, menue monnaie;
2 (s.e. ἔντερον) l'intestin grêle;
3 (s.e. μέρος) minute, soixantième partie d'un degré.
Étymologie: λεπτός.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόν:
I τό (sc. μέρος)
1 60-я часть градуса, минута Sext.;
2 тонкая часть: λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν Thuc. суживаться по направлению к корабельному носу;
3 тонкая линия: ἐπὶ λ. τετάχθαι Xen. быть выстроенным в узкую линию (о боевом порядке);
4 мелкая порода: τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων Her. мелкий скот;
5 тонкость, деталь: κατὰ λ. Cic. обстоятельно;
6 лепта, мелкая монета (χήρα πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ δύο, ὅ ἐστι κοδράντης NT).
II adv. высоким голосом, тонко, нежно (ἀμφιτιττυβίζειν Arph.).

Greek Monolingual

και λεφτό, το (AM λεπτόν)
μονάδα μέτρησης γωνιών που ισοδυναμεί με το ένα εξηκοστό της μοίρας μιας γωνίας
νεοελλ.
1. υποδιαίρεση της δραχμής, το ένα εκατοστό της δραχμής, το μονόλεπτο
2. (στο παρελθόν) μικρό κέρμα που αντιπροσώπευε την αξία ενός εκατοστού της δραχμής
3. το ένα εξηκοστό της ώρας, αλλ. πρώτο λεπτό
4. στον πληθ. τα λεπτά ή τα λεφτά
τα χρήματα, τα πλούτη (α. «έχει πολλά λεφτά» β. «τα λεφτά δεν κάνουν τον άνθρωπο»)
5. φρ. α. «δεν μού έμεινε λεφτό» — έμεινα άφραγκος, είμαι χωρίς χρήματα
β. «δεν δίνω λεφτό» — αδιαφορώ τελείως
γ) «σε ένα λεπτό» ή «σε δύο λεπτά» ή «σε μισό λεπτό» — σε λίγη ώρα, σε βραχύτατο χρόνο («περίμενε μισό λεπτό να τελειώσω τη δουλειά μου»)
νεοελλ.-μσν.
φρ. «στο λεφτό» ή «στο λεπτόν» — αμέσως, αυτοστιγμεί
μσν.
1. νομισματική υποδιαίρεση
2. φρ. «εἰς λεπτόν» — με λεπτομέρεια
αρχ.
1. το τμήμα του εντέρου που αρχίζει από τον πυλωρό του στομάχου και λήγει στο παχύ έντερο
2. μικρό νόμισμα που αντιστοιχούσε με το 1/336 της δραχμής («οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν, ἕως οὗ καὶ τὸ ἔσχατον λεπτὸν ἀποδῷς», ΚΔ)
3. πάπ. πιθάρι, στάμνα
4. φρ. α) «κατὰ λεπτόν» — λεπτομερώς
β) «Τὰ κατὰ λεπτόν» — τίτλος μερικών ποιημάτων του Αράτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. του επιθέτου λεπτός. Το επίθ. λεπτός χρησιμοποήθηκε εδώ για να εκφράσει πολύ μικρή υποδιαίρεση του νομίσματος, της ώρας, της μοίρας, καθώς και τμήμα του παχέος εντέρου. Ως δηλωτικό του χρόνου (ώρας) η λ. λεπτό είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. minute (< λατ. minutus «λεπτός»).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. λεπτοδείκτης. (Β' συνθετικό) νεοελλ. δεκάλεπτος, δίλεπτος, εικοσάλεπτος, εξηκοντάλεπτος, μονόλεπτος, ολιγόλεπτος, πεντάλεπτος, τετράλεπτος, τριακοντάλεπτος, τρίλεπτος].

Greek Monotonic

λεπτόν: (ενν. νόμισμα), τό, πολύ μικρό νόμισμα, απειροελάχιστη ποσότητα χρημάτων (το ⅙ της δραχμής), σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

sc. νόμισμα a very small coin, a mite, NTest.