μετατρέπομαι

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source

French (Bailly abrégé)

f. μετατραπήσομαι;
1 se retourner;
2 se tourner vers, faire attention à, s'inquiéter de, gén..
Étymologie: μετά, τρέπω.

English (Autenrieth)

turn oneself towards, met., regard, consider, τινός, always w. neg.

Greek Monotonic

μετατρέπομαι: γʹ ενικ. αορ. βʹ μετ-ετράπετο·
1. Μέσ., περιστρέφομαι, στριφογυρίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
2. στρέφομαι, γυρίζω προς τα πίσω, δείχνω εκτίμηση, με γεν., στο ίδ.

Middle Liddell

3rd sg. aor2 μετ-ετράπετο
1. Mid., to turn oneself round, turn round, Il.
2. to look back to, shew regard for, c. gen., Il.