μύλινος
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
η, ον, made of millstone, σορός CIG3371 (Smyrna); παραστάς SIG996.15 (ibid.).
Greek (Liddell-Scott)
μύλινος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ μυλόπετρας, σορὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 3371.
Greek Monolingual
μύλινος, -ίνη, -ον (Α) μύλη
κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από μυλόπετρα.
Chinese
原文音譯:mÚloj 祕羅士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:磨(石) 相當於: (רֵחַיִם)
字義溯源:磨石*,推磨的,大磨;或出自(μόλις)=艱難地*)
同源字:1) (μυλικός)磨坊的 2) (μύλινος / μύλος)磨石 3) (μυλών)磨坊
出現次數:總共(4);太(1);可(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 磨石(2) 太18:6; 啓18:21;
2) 推磨的(1) 啓18:22;
3) 大磨(1) 可9:42
French (New Testament)
η, ον
de moulin ; de meule
μύλη