πρόγλωσσος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόγλωσσος Medium diacritics: πρόγλωσσος Low diacritics: πρόγλωσσος Capitals: ΠΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: próglōssos Transliteration B: proglōssos Transliteration C: proglossos Beta Code: pro/glwssos

English (LSJ)

πρόγλωσσον, hasty of tongue, talkative, Ptol. Tetr. 165, Pythag. Ep. 12.2 (Myia), Polem. Phgn. 37. πρόγλωσσον, τό, = προγλωσσίς (tip of the tongue), Ruf. ap. Orib. 25.1.23.

German (Pape)

[Seite 714] vorschnell mit der Zunge, geschwätzig, Sp., wie Clem. Al. strom. 5, 5, 27.

Greek (Liddell-Scott)

πρόγλωσσος: -ον, προπετὴς τὴν γλῶσσαν, φλύαρος, λάλος, λοίδορος, Κλήμ. Ἀλ. 660, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἐπεσβόλος, κλπ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 296.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. φλύαρος και αστόχαστος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρό
γλωσσον
το οξύ άκρο της γλώσσας, η προγλωσσίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -γλωσσος (< γλῶσσα)].

Translations

chatterbox

Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: 話匣子, 话匣子, 喋喋不休者, 話癆, 话痨; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: kletskous; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: moulin à paroles, bavard comme une pie; Galician: charlatán; German: Dampfplauderer, Plaudertasche, Quasselstrippe, Schwätzer, Schwätzerin; Alemannic German: Chlepfe; Greek: πολυλογάς, φαφλατάς; Ancient Greek: ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥαχίας λαλίστερος, ῥεολόγος, ῥειολόγος, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: chiacchierone, ciancione, linguacciuto; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: lingulaca; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: tagarela, falador, gralha, grafonola; Russian: болтун, болтунья, болтушка, лопотун, лопотуха, лопотунья; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: loro, lora, charlatán, cotorra, parlanchín; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame