πρᾷος
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
French (Bailly abrégé)
ou πρᾶος ; seul. sg. masc. πρᾷος, et neutre πρᾷον, etc., et pl. m. nom. πρᾷοι, acc. πρᾴους, et neutre πρᾷα;
pour le fém. on emploie au sg. et au pl. la déclinaison πραεῖα, de πραΰ;
ttf. on rencontre, au sg., le nom. f. πρᾷος ; en outre sont usités le Cp. πρᾳότερος, α, ον, et le Sp. πρᾳότατος, η, ον :
adj.
doux, bon.
Étymologie: πραΰς.
English (Strong)
a form of πραΰς, used in certain parts; gentle, i.e. humble: meek.
Russian (Dvoretsky)
πρᾷος: (πρᾶος), πραεῖα, πρᾷον (πρᾶον), тж. πραΰς (ион. πρηΰς), πραεῖα, πραΰ
1 нежный, мягкий, тихий (σέλας HH; ὄαρος Pind.; φωνή Xen.; ἄνεμος Anth.);
2 несильный, легкий (ὠδῖνες Anth.; τιμωρίαι Plat.): εἴτε χαλεπώτερα πάσχειν εἴτε καὶ πρᾳότερα Plat. испытывать большие или меньшие страдания;
3 (тж. π. τὸ ἦθος Plat.) кроткий, ласковый (τινι и πρός τινα Plat.; μακάριοι οἱ πραεῖς NT);
4 спокойный, сдержанный (λόγοι, ἡδοναί Plat.);
5 ручной, прирученный (ἰχθύες Xen.);
6 успокоительный (φάρμακον Pind.).