τεκνογονία

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκνογονία Medium diacritics: τεκνογονία Low diacritics: τεκνογονία Capitals: ΤΕΚΝΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: teknogonía Transliteration B: teknogonia Transliteration C: teknogonia Beta Code: teknogoni/a

English (LSJ)

ἡ, child-bearing, Arist.HA582a28 (pl.), 1 Ep.Ti.2.15, Gal. 15.49.

German (Pape)

[Seite 1082] ἡ, Kindererzeugung, Sp., wie N.T.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
procréation, enfantement.
Étymologie: τεκνογόνος.

Russian (Dvoretsky)

τεκνογονία:деторождение Arst., NT.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνογονία: ἡ, τὸ τίκτειν, γεννᾶν τέκνα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 18, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. β΄, 15.

English (Strong)

from the same as τεκνογονέω; childbirth (parentage), i.e. (by implication) maternity (the performance of maternal duties): childbearing.

English (Thayer)

τεκνογονίας, ἡ, child-bearing: Aristotle, h. a. 7,1, 8 (p. 582{a}, 28).)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τεκνογόνος
η γέννηση, η απόκτηση τέκνου.

Greek Monotonic

τεκνογονία: ἡ, γέννηση παιδιών, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

τεκνογονία, ἡ,
child-bearing, NTest. [from τεκνογόνος

Chinese

原文音譯:teknogon⋯a 帖克挪哥你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:生產-成為(著)
字義溯源:分娩,生育兒女,生產;源自(τεκνογονέω)=生養兒女),由(τέκνον)=孩子)與(γίνομαι)*=成為)組成,而 (τέκνον)出自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 生產(1) 提前2:15