ἀθυμέω

English (LSJ)

to be disheartened, despond, ἐς νόσον πεσὼν ἀθυμεῖς A.Pr. 474; οἴμ' ὡς ἀθυμῶ S.Aj.587; ἀ τινι. at or for a thing, Id.El.769, etc.; ἐπί τινι Isoc.4.3; εἴς τι Pl.Sph.264b; πρὸς τὴν παροῦσαν ὄψιν Th.2.88; τὴν τελευτήν Id.5.91; τοῦτο, ὡς.. X.Oec.8.21; ἕνεκά τινος Id.An.5.4.19:—to be sore afraid lest, ἀθυμῶ δ' εἰ φανήσομαι S.Tr.666; δεινῶς ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ Id.OT747.

Spanish (DGE)

(ἀθῡμέω)
desanimarse, asustarse, preocuparse ἐς νόσον πεσὼν ἀθυμεῖς A.Pr.474, cf. S.Ai.587, Hp.Mul.1.8, Aen.Tact.26.8, X.Mem.3.5.20, Antipho Soph.B 102, PAmh.37.7 (II a.C.), Ep.Col.3.21
c. dif. constr. estar desanimado, estar preocupado, estar afligido por algo: c. ac. τί χρῆμ' ἀθυμεῖς; ¿por qué te asustas? E.El.831, τὴν τελευτήν Th.5.91, ἐκεῖνο δὲ ἀθυμῶ, ὅτι ... X.Mem.4.3.15, cf. Oec.8.21
c. prep. de ac. εἰς τὰ λοιπά Pl.Sph.264b, πρὸς τὴν παροῦσαν ὄψιν Th.2.88
c. dat. τῷ νῦν λόγῳ S.El.769, τῇ φυγῇ D.C.78.26.7
c. prep. de dat. ἐπί τινι Isoc.4.3, D.C.41.22.1
c. prep. de gen. ἕνεκα τῶν γεγενημένων X.An.5.4.19, τούτου ἕνεκα PCornell 52.7 (III d.C.)
c. adv. μεγάλως ἀθυμεῖ Melit.Fr.Pap.60.29, cf. 61.38, POxy.1874.19 (VI d.C.)
c. μὴ y subj. temer, tener miedo de que δεινῶς ἀθυμέω μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ S.OT 747, ἀθυμέω δ' εἰ ... S.Tr.666
c. inf. μὴ ἀ. ἐπιχειρῆσαι no estar desanimados por tener que enfrentarse (a los atenienses), Th.7.21
en aor. por su valor aspectual perder el ánimo Plb.3.54.7, 11.15.2.

French (Bailly abrégé)

ἀθυμῶ :
être découragé, être préoccupé, être inquiet : τινι, τι de qch ; ἀθ. εἰ SOPH craindre de ; ἐκεῖνο ἀθυμῶ ὅτι XÉN je crains que ; ἀθυμεῖν μή SOPH craindre que;
NT: être découragé, brisé en esprit.
Étymologie: ἄθυμος.

German (Pape)

[ῡ], mutlos sein, verzagt sein, verdrossen sein, Aesch. Pr. 472; Soph. O.R. 747, wo μή darauf folgt, wie εἰ Tr. 666; Eur. El. 131. Häufiger in Prosa, ἐπί τινι über etwas, Isocr. 4.3; ἐπὶ τοῖς παροῦσι, bei der gegenwärtigen Lage, Isae. 7.14; wofür Dem. 4.2 τοῖς παροῦσι πράγμασιν οὐκ ἀθυμητέον; wie Xen. An. 5.10.14 und Soph. El. 769; c. acc., τὴν τελευτήν Thuc. 5.91, in Beziehung auf das Ende; ἐκεῖνο ἀθυμῶ ὅτι, das ist meine Besorgnis, daß, Xen. Mem. 4.3.15; εἴς τι Plat. Riv. 135a; πρός τι Thuc. 2.88; Plut. Dion. 25.

Russian (Dvoretsky)

ἀθῡμέω: падать духом, приходить в отчаяние, унывать, теряться: ἀ. τινι Soph., Xen., Dem., τι Thuc., ἐπί τινι Isocr., Isae., πρός τι Thuc., Plut. и εἴς τι Plat. приходить в уныние от чего-л., испугаться чего-л.; μὴ ἀ. ἐπιχειρήσειν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Thuc. не бояться напасть на афинян.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῡμέω: μέλλ. -ήσω = ἀθύμως ἔχω, κατέχομαι ὑπὸ ἀθυμίας· ἐς νόσον πεσὼν ἀθυμεῖς, Αἰσχύλ. Πρ. 474· οἴμ’ ὡς ἀθυμῶ, Σοφ. Αἴ. 587· ἀθ. τινι = διά τι, πρός τι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 769, κτλ., ἐπί τινι, Ἰσοκρ. 41Β: εἴς τι, Πλάτ. Σοφ. 264Β· πρός τι, Θουκ. 2. 88· τι, ὁ αὐτ. 5. 91· ἕνεκά τινος, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 19: ― ὡσαύτως καὶ ἑπομένης ἀναφορικῆς λέξεως, = εἶμαι σφόδρα πεφοβημένος· ἀθυμῶ δ’ εἰ φανήσομαι, Σοφ. Τρ. 666· δεινῶς ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 747.

English (Abbott-Smith)

ἀθυμέω, -ῶ (ἄθυμος, without heart), [in LXX for חרה, etc.;]
to be disheartened: Col 3:21. †

English (Strong)

from a compound of Α (as a negative particle) and θυμός; to be spiritless, i.e. disheartened: be dismayed.

English (Thayer)

(ῶ; common among the Greeks from (Aeschylus) Thucydides down; to be ἄθυμος (θυμός, spirit, courage), to be disheartened, dispirited, broken in spirit: Sept. 1 Maccabees 4:27).

Greek Monotonic

ἀθῡμέω: μέλ. -ήσω (ἄθυμος), αποθαρρύνομαι, χάνω το θάρρος μου, κυριεύομαι από αθυμία, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τινί, για κάτι ή προς κάτι, σε Σοφ.· ἐπί τινι, εἴς τι, πρός τι, σε Αττ. πεζό λόγο (Ισοκρ., Πλάτ., Θουκ.)· ακολουθ. από αναφορ. λέξη, είμαι έντονα φοβισμένος· ἀθυμῶ δ' εἰ φανήσομαι, σε Σοφ.· δεινῶς ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ, στον ίδ.

Middle Liddell

ἄθυμος
to be disheartened, lose heart, Aesch., etc.; τινι at or for a thing, Soph.; ἐπί τινι, εἴς τι, πρός τι, Attic Prose:—foll. by a relat. word, to be sore afraid, ἀθυμῶ δ' εἰ φανήσομαι Soph.; δεινῶς ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ μάντις ἦι Soph.

Chinese

原文音譯:¢qumšw 阿-替姆哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:不-感覺 相當於: (חָרָה‎) (כָּעַס‎)
字義溯源:無精神的,失了志氣,灰心喪志;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(θυμός)=熱情)組成;而 (θυμός)出自(θύω / ἐπιθύω)*=急進,獻祭)。這字僅用一次;保羅提醒作父親的在管教兒女該注意的事,( 弗6:4)有類似的話語
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 他們灰心喪志(1) 西3:21

Lexicon Thucydideum

animum despondere, to lose heart, 2.88.3, 6.34.5. 6.80.1. 7.60.5, 7.61.2. 7.76.1. 7.79.3, 8.11.3. 8.76.3. 8.96.2. [Deletum deleted 7.55.1.]
extimescere, to dread greatly, 5.91.1, 7.21.3, [interponitur vulgo commonly inserted τοῦ]