ἱκανόω

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκᾰνόω Medium diacritics: ἱκανόω Low diacritics: ικανόω Capitals: ΙΚΑΝΟΩ
Transliteration A: hikanóō Transliteration B: hikanoō Transliteration C: ikanoo Beta Code: i(kano/w

English (LSJ)

A make sufficient, qualify, 2 Ep.Cor.3.6:—Pass., to be empowered, PTeb.20.8 (ii B.C.); to be made complete, brought to perfection, of the soul, τῷ περιέχοντι Hierocl. p.9A.
II Pass., to be satisfied, content, τινι D.H.2.74: abs., Telesp.39 H., cf. LXX Ma.3.10; ἱκανούσθω ὑμῖν, c. inf., let it suffice you... i.e. do it no more, LXX 3 Ki.12.28, al.: abs., ib.Nu.16.7.

French (Bailly abrégé)

ἱκανῶ :
1 rendre suffisant, propre à NT;
2 Pass. se contenter de ; impers. • ἱκανοῦται il suffit;
NT: équiper.
Étymologie: ἱκανός.

German (Pape)

tüchtig, geschickt machen, NT und Sp. – Pass., zufrieden sein, τοῖς ἑαυτῶν κτήμασι Dion.Hal. 2.74; absol., Teles Stob. fl. 97.31.

Russian (Dvoretsky)

ἱκᾰνόω: давать способность: ἱ. τινά τινα NT делать кого-л. способным быть кем-л.; ἱ. τινα εἰς τὴν μερίδα τινός NT сделать кого-л. участником чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκᾰνόω: μέλλ. -ώσω, καθιστῶ τινα ἱκανὸν νὰ εἶναί τι, ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορ. γ΄, 6. ― Παθ., ἱκανοποιοῦμαι, εὐχαριστοῦμαι, τινὶ Διον. Ἁλ. 2. 74· ἀπολ., Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 34· ἱκανούσθω ὑμῖν ἀναβαίνειν εἰς Ἱερουσαλήμ· ἰδού θεοί σου κτλ. Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 28).

English (Strong)

from ἱκανός; to enable, i.e. qualify: make able (meet).

English (Thayer)

ἱκανῷ: 1st aorist ἱκανωσα; (ἱκανός); to make sufficient, render fit; with two accusatives, one of the objects, the other of the predicate: to equip one with adequate power to perform the duties of one, τινα εἰς τί, Dionysius Halicarnassus, others.)

Greek Monotonic

ἱκᾰνόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον επαρκή, κάνω κάποιον κατάλληλο, ικανό να, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἱκᾰνόω, fut. -ώσω [from ἱκανόω
to make sufficient, qualify, NTest.

Chinese

原文音譯:ƒkanÒw 希卡挪哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:達到 向上 (的) 相當於: (בְּדֵי‎ / דַּי‎ / כְּדֵי‎ / מַדַּי‎)
字義溯源:使能夠,使能承擔的,能有資格,認可;源自(ἱκανός)=能勝任的);而 (ἱκανός)出自(Ἰκόνιον)X*=達到)。參讀 (ἱκανός)同源字
出現次數:總共(2);林後(1);西(1)
譯字彙編
1) 叫⋯能(1) 西1:12;
2) 叫⋯能承擔(1) 林後3:6