ἱκανόω
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
A make sufficient, qualify, 2 Ep.Cor.3.6:—Pass., to be empowered, PTeb.20.8 (ii B.C.); to be made complete, brought to perfection, of the soul, τῷ περιέχοντι Hierocl. p.9A.
II Pass., to be satisfied, content, τινι D.H.2.74: abs., Telesp.39 H., cf. LXX Ma.3.10; ἱκανούσθω ὑμῖν, c. inf., let it suffice you... i.e. do it no more, LXX 3 Ki.12.28, al.: abs., ib.Nu.16.7.
French (Bailly abrégé)
ἱκανῶ :
1 rendre suffisant, propre à NT;
2 Pass. se contenter de ; impers. • ἱκανοῦται il suffit;
NT: équiper.
Étymologie: ἱκανός.
German (Pape)
tüchtig, geschickt machen, NT und Sp. – Pass., zufrieden sein, τοῖς ἑαυτῶν κτήμασι Dion.Hal. 2.74; absol., Teles Stob. fl. 97.31.
Russian (Dvoretsky)
ἱκᾰνόω: давать способность: ἱ. τινά τινα NT делать кого-л. способным быть кем-л.; ἱ. τινα εἰς τὴν μερίδα τινός NT сделать кого-л. участником чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκᾰνόω: μέλλ. -ώσω, καθιστῶ τινα ἱκανὸν νὰ εἶναί τι, ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορ. γ΄, 6. ― Παθ., ἱκανοποιοῦμαι, εὐχαριστοῦμαι, τινὶ Διον. Ἁλ. 2. 74· ἀπολ., Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 34· ἱκανούσθω ὑμῖν ἀναβαίνειν εἰς Ἱερουσαλήμ· ἰδού θεοί σου κτλ. Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 28).
English (Strong)
from ἱκανός; to enable, i.e. qualify: make able (meet).
English (Thayer)
ἱκανῷ: 1st aorist ἱκανωσα; (ἱκανός); to make sufficient, render fit; with two accusatives, one of the objects, the other of the predicate: to equip one with adequate power to perform the duties of one, τινα εἰς τί, Dionysius Halicarnassus, others.)
Greek Monotonic
ἱκᾰνόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον επαρκή, κάνω κάποιον κατάλληλο, ικανό να, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἱκᾰνόω, fut. -ώσω [from ἱκανόω
to make sufficient, qualify, NTest.
Chinese
原文音譯:ƒkanÒw 希卡挪哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:達到 向上 (的) 相當於: (בְּדֵי / דַּי / כְּדֵי / מַדַּי)
字義溯源:使能夠,使能承擔的,能有資格,認可;源自(ἱκανός)=能勝任的);而 (ἱκανός)出自(Ἰκόνιον)X*=達到)。參讀 (ἱκανός)同源字
出現次數:總共(2);林後(1);西(1)
譯字彙編:
1) 叫⋯能(1) 西1:12;
2) 叫⋯能承擔(1) 林後3:6