Search results

From LSJ
  • ὥστε (category LSJ1)
    林後7:7; 16) 既然如此(1) 可10:8; 17) 這就是(1) 太23:31; 18) 能(1) 太10:1; 19) 也就(1) 太24:24; 20) 好將(1) 路20:20; 21) 使(1) 徒14:1; 22) 這樣說來(1) 羅7:4 as, of comparison, on condition
    41 KB (4,764 words) - 07:48, 15 November 2024
  • ὡσαύτως (category LSJ1)
    提前3:11; 5) 又照樣(2) 多2:3; 多2:6; 6) 照樣的(1) 路22:20; 7) 又願(1) 提前2:9; 8) 如此(1) 路13:5; 9) 也照樣(1) 太25:17; 10) 這樣(1) 可12:21; 11) 這樣的(1) 可14:31 similarly, in like manner
    8 KB (916 words) - 13:40, 5 February 2024
  • ο, υ και ω» β. «φωνήεντα δὲ ἐστι τῶν στοιχείων ἑπτά», Διογ. Λαέρ.) 2. φρ. α) «μακρά φωνήεντα» γραμμ. φωνήεντα μακρότερης διάρκειας, τα η και ω β) «βραχέα
    2 KB (165 words) - 16:19, 23 October 2022
  • η (AM ἀπώλεια) 1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι 2. ο θάνατος, ο χαμός 3. ηθική καταστροφή, διαφθορά νεοελλ. 1. ζημιά, βλάβη 2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας
    1 KB (73 words) - 10:50, 23 December 2018
  • ἀρίγνωτος (category LSJ1)
    Sinne Od. 17, 375 ἀρίγνωτε συβῶτα. ος, ον : 1 reconnaissable; 2 célèbre ; ironiq. trop connu. Étymologie: ἀρι-, γιγνώσκω. ἀρίγνωτος: и 1 легко узнаваемый
    7 KB (589 words) - 09:48, 7 October 2024
  • η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο του προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές
    4 KB (302 words) - 14:20, 23 August 2021
  • κάρα (category LSJ1)
    S.OT40, 1207 (lyr.); αὐτάδελφον Ἰσμήνης κ. Id.Ant.1; κασίγνητον κ., for κασίγνητε, Id.El.1164; φίλον κ. Id.OC1631; φίλον κ. A.Ag.905.--Hom. uses
    36 KB (3,922 words) - 07:37, 13 November 2024
  • μιαρός (category LSJ1)
    απεχθές και βλαβερό μσν.-αρχ. 1. αποκρουστικός, αποτρόπαιος, απεχθής 2. ασελγής, ακόλαστος αρχ. 1. άσχημος 2. (ως κλητ. προσφώνηση) μιαρέ (με θωπευτική έννοια)
    12 KB (995 words) - 11:56, 4 September 2023
  • ὄμμα (category LSJ1)
    原文音譯:Ômma 翁馬 詞類次數:名詞(1) 原文字根:觀看 相當於: (עֹונָה‎ / עַיִן‎) 字義溯源:眼界,眼睛;源自(ὀπτάνομαι)*=注視)。比較: (ὀφθαλμός)=眼晴 出現次數:總共(1);可(1) 譯字彙編: 1) 眼睛(1) 可8:23 eye, face ⇢
    28 KB (2,953 words) - 14:34, 16 November 2024
  • ὠφέλεια (category LSJ1)
    auxilium, aid, help, 1.3.2, 1.26.1, 1.31.2, 1.35.3, 1.35.4. 1.39.3. 1.65.2, 2.7.1, 2.29.3, 2.37.3, 3.95.3, 5.38.2, 6.13.2, 6.73.2. 6.80.1, 6.88.8. 6.93.2.
    26 KB (2,294 words) - 15:41, 16 November 2024
  • πότνια (category LSJ1)
    (lyr.); πότνια λήθη τῶν κακῶν ib.213; Ἔνοσι πότνια Id.Ba.585 (lyr.); μεγάλα Θέμι καὶ πότνι' Ἄρτεμι Id.Med.160 (anap.); πότνια αἰδώς Id.IA821; πότνια
    22 KB (2,410 words) - 07:45, 15 November 2024
  • τάλας (category LSJ1)
    Choerob.in Theod.1.126 H.: (Τλάω):—suffering, wretched, ξεῖνε τάλαν Od.18.327, etc.; τάλας ἐγώ S.OC1338,1401, Aj.981; τάλαιν' ἐγώ A.Ch.743; τάλαν S.Ph
    15 KB (1,441 words) - 06:48, 20 October 2024
  • ὥρα (category LSJ1)
    - семь): εἴαρος ., . εἰαρινή Hom., HH, ἦρος ὧραι Eur. (ἦρος . Arph.) и νέα . Arph. весенняя пора, весна; θέρεος . Hes. лето; . χειμερίη Hom., Hes
    59 KB (7,172 words) - 17:24, 21 November 2024
  • μακάριος (category LSJ1)
    羅14:22; 6) 可稱頌的(2) 提前1:11; 提前6:15; 7) 蒙福的(1) 多2:13; 8) 更有福(1) 林前7:40; 9) 福了(1) 路7:23; 10) 有福(1) 路11:28; 11) 福(1) 徒20:35; 12) 萬幸(1) 徒26:2 happy, prosperous
    21 KB (2,232 words) - 17:26, 21 November 2024
  • (σίγηση του ε στην ακολουθία -εει-) το θείον, απ' όπου το παράγ. ρ. θειόω-ώ και θεόω-ώ (με συστολή της διφθόγγου λόγω αποβολής του -ι-), επικ. θεειόω. Εξάλλου
    3 KB (197 words) - 09:35, 23 August 2021
  • θαυμάσιος (category LSJ1)
    συχνὸν ἐν προσφωνήσεσιν, θαυμάσιε, ὡς τὸ μακάριε, Πλάτ. Πολ. 435C κ. ἀλλ.· θαυμασιώτατε ἄνθρωπε, σκωπτικῶς, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 27· θ. καὶ ἄλογον, παράδοξον
    13 KB (1,157 words) - 07:25, 27 March 2024
  • μοχθηρός (category LSJ1)
    distress, wretched, of persons, A.Th.257; πόλλ' ἐγὼ μ. S.Ph.254; μόχθηρε σύ = poor wretch! Ar. Ach.165, Ra.1175; μόχθηρε Pl.Phdr.268e; of conditions,
    16 KB (1,416 words) - 17:30, 21 November 2024
  • ἀνήρ (category LSJ1)
    徒14:15; 23) 有一個人(1) 路8:41; 24) 者(1) 徒3:14; 25) 人中(1) 徒1:21; 26) 同胞阿(1) 徒7:26; 27) 人們(1) 徒8:2; 28) 幾個人(1) 徒15:25; 29) 有一人(1) 約1:30; 30) 這二人(1) 徒15:26 vir, man
    123 KB (11,152 words) - 15:39, 16 November 2024
  • λαγώς (category LSJ1)
    31 w. n. 4), gen. λαγώ (-), acc. λαγών, analog. -ώ(-) etc. (Att.); ep., Arist. λαγωός, Ion. Dor., poet. λαγός. Compounds: As 1. member e. g. in λαγο-δαίτας
    10 KB (1,233 words) - 11:49, 7 November 2024
  • θαυμαστός (category LSJ1)
    出現次數:總共(6);太(1);可(1);約(1);彼前(1);啓(2) 譯字彙編: 1) 奇(1) 啓15:1; 2) 奇妙(1) 啓15:3; 3) 奇妙的(1) 彼前2:9; 4) 奇怪(1) 約9:30; 5) 希奇(1) 可12:11; 6) 看為希奇』(1) 太21:42 astonishing
    14 KB (1,374 words) - 14:22, 16 November 2024
View (previous 20 | ) (20 | 50 | 100 | 250 | 500)