Πυθώδε
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
(better Πυθὼ δέ, cf. A.D.Pron.87.30), Adv., (Πυθώ) to Pytho, Od.11.581, S.OT603,788, Ar.Av.189, SIG56.9 (Argos, v B.C.), Pl.Lg.950e.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers Pythô.
Étymologie: Πυθώ, -δε.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς την Πυθώ ή προς τους Δελφούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πυθώ + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Κύπρονδε)].
Greek Monotonic
Πῡθώδε: επίρρ. (Πυθώ), στην Πυθώ, στους Δελφούς, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Αριστοφ., κ.λπ
German (Pape)
nach Pytho, Od. 11.581, Plat. Legg. XII.950e.
Russian (Dvoretsky)
Πῡθώδε: adv. в Пифо или в Дельфы Hom., Soph., Arph., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Πυθώδε [Πυθώ] adv., naar Pytho.