Φλέγρα
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
Ion. Φλέγρρη, ἡ, Phlegra, an ancient name for Pallene in Thrace, prob. from its volcanic nature, Hdt.7.123, Str.7Fr.27; Φλέγρας πεδίον, in which the giants are said to have been conquered by the gods, Pi.N.1.67, Ar.Av.824; Φλεγραία πλάξ A.Eu.295: pl. Φλέγραι Pi.I.6(5).33.
Middle Liddell
φλέγρα, ας, αδος,
Phlegra, an ancient name for Pallene in Thrace, Hdt.; Φλέγρας πεδίον, in which the giants are said to have been conquered by the gods, Pind., Ar.; Φλεγραία πλάξ Aesch.; also Φλέγραι, Pind.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Phlégra ou Phlègres :
1 anc. nom de la péninsule de Pallène, demeure des Géants;
2 postér. plaines de Campanie.
Étymologie: φλέγω.
Russian (Dvoretsky)
Φλέγρα: ион. Φλέγρη ἡ Флегра (прежнее название п-ва Παλλήνη в Халкидике) Pind., Her.
Greek (Liddell-Scott)
Φλέγρα: -ας, ἡ, ἀρχαῖον ὄνομα τῆς Παλλήνης ἐν τῇ Χαλκιδικῇ χερσονήσῳ πιθανῶς ἐκ τῆς ἡφαιστειώδους φύσεως τοῦ τόπου, Ἡρόδ. 7. 123, Στράβ. 330· Φλέγρας πεδίον, ἐν ᾧ οἱ Γίγαντες, ὡς λέγεται, ἐνικήθησαν ὑπὸ τῶν θεῶν, Πινδ. Ν. 1. 100, Ἀριστοφ. Ὄρν. 824· Φλεγραία πλὰξ Αἰσχύλ. Εὐμ. 295· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. Φλέγραι, Πινδ. Ι. 6 (5), 49. ΙΙ. τὸ αὐτὸ ὄνομα ἔφερε καὶ ἡ ἡφαιστειώδης πεδιὰς τῆς Καμπανίας, Πολύβ. 2. 17, 1, κλπ.
English (Slater)
Φλέγρα, -αι former name of Pallene in Thrace, where the battle between gods and giants occurred.
1 ὅταν θεοὶ ἐν πεδίῳ Φλέγρας Γιγάντεσσιν μάχαν ἀντιάζωσιν (N. 1.67) καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ (I. 6.33)
Greek Monolingual
και ιων. τ. Φλέγρη, ἡ, Α
ονομασία της Παλλήνης στην Θράκη, πιθανόν λόγω της ηφαιστειώδους φύσεως του τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < φλέγω + επίθημα -ρα (πρβλ. χαράδρα), για τη μορφή φλεγρ- του θ. βλ. και λ. φλέγω.
Greek Monotonic
Φλέγρα: -ας, ἡ, Φλέγρα, αρχαίο όνομα της Παλλήνης στη Θράκη, σε Ηρόδ.· Φλέγρας πεδίον, στο οποίο οι γίγαντες λέγεται ότι νικήθηκαν από τους θεούς, σε Πίνδ., Αριστοφ.· Φλεγραία πλάξ, σε Αισχύλ.· επίσης Φλέγραι, σε Πίνδ.