ψευδάγγελος

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδάγγελος Medium diacritics: ψευδάγγελος Low diacritics: ψευδάγγελος Capitals: ΨΕΥΔΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: pseudángelos Transliteration B: pseudangelos Transliteration C: psevdaggelos Beta Code: yeuda/ggelos

English (LSJ)

ψευδάγγελον, bringing a false report, lying messenger, Il. 15.159; Ὀδυσσεὺς ὁ ψευδάγγελος, title of play, Arist.Po.1455a14.

German (Pape)

[Seite 1393] falsche, lügenhafte Botschaft, Nachricht bringend, Lügenbote; Il. 15, 159; Arist. poet. 16.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui apporte de fausses nouvelles.
Étymologie: ψευδής, ἄγγελος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδάγγελος -ου, ὁ [ψευδής, ἄγγελος] leugenbode.

Russian (Dvoretsky)

ψευδάγγελος: ὁ и ἡ ложный вестник Hom., Arst.

English (Autenrieth)

reporting lies, false messenger, Il. 15.159†.

Greek Monolingual

ο/ ψευδάγγελος, -ον, ΝΑ
άτομο που φέρνει ψευδείς αγγελίες ή εσφαλμένες πληροφορίες
αρχ.
φρ. «Ὀδυσσεὺς ὁ ψευδάγγελος» — τίτλος συγγραφικού έργου (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἄγγελος.

Greek Monotonic

ψευδάγγελος: ὁ, είμαι αγγελιαφόρος ψευδών ειδήσεων, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδάγγελος: -ον, ὁ ψευδῆ ἀγγέλλων, ψευδὴςψευδόμενος ἀγγελιαφόρος, Ἰλ. Ο. 159, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 10.

Middle Liddell

ψευδ-άγγελος, ὁ,
a false or lying messenger, Il.